Κατρακύλα ή Καλοτυχία

10 2 0
                                    

Η Νάντια είχε ξεφύγει τελείως. Ξεκίνησε να δουλεύει  βράδυ  μπαρ που την μέρα ήταν καφετέρια για να έχει λόγο να υπάρχει. Το πανεπιστήμιο το είχε αφήσει τελείως. Στο μαγαζί το αφεντικό ήταν διαφορετικός μαζί της από ότι ηταν στις άλλες κοπέλες. Σαραντάρης, σωματωδης,ωραίος για την ηλικία του.
Νάντια  για έλα δω που σε θέλω της φωνάζει.
Από δω και πέρα θα δουλεύεις στην καφετέρια τα πρωινά μόνο και θα κάνεις μόνο ταμείο εντάξει;;
Αφεντικό έκανα κάτι που δεν έπρεπε; τον ρώτησε 
Όχι μικρή μου Είσαι πολύ αφελής και αθώα για να δουλεύεις βράδυ της λέει. Και τι είπαμε όχι αφεντικό αλλά σκέτο  Αντώνης.
Σε ευχαριστώ πολύ , Αντώνη απαντά.
Άντε Νάντια ώρα να πας σπίτι δουλεύεις το πρωί.της λέει.
Τι εγινε τώρα, σκεφτόταν γιατί να με αλλάξει σε πρωινή βάρδια εμένα και όχι τα κορίτσια που του το ζητούσαν συνέχεια. Αυτό με το αφελής και αθώα τι ήταν έγινε κάτι σκέφτηκε και δεν το κατάλαβα αναρωτήθηκε.
Το πρωί η Νάντια ξεκίνησε για την δουλειά ,κάτω από το σπίτι της όμως την περίμενε ο φύλακας του Αντώνη.
Έλα Νάντια το αφεντικό είπε όπου πας να είμαι μαζί σου. 
Της λέει και συνεχίζει. Σε περιμένει το αφεντικό στο μαγαζί. Περπατούσε δίπλα από ένα ξένο που θα της πρόσφερε ασφάλεια. Πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό. Το τρελό είναι ότι άρχισε να της αρέσει. Κάθε μέρα ο φύλακας άγγελος έτσι το φώναζε αφού το όνομά του ήταν Άγγελος. Τουλάχιστον έτσι της είπε. Πήγαιναν στο μαγαζί στο σούπερ μάρκετ, για καφέ παντού ο φύλακας Αγγελος ήταν εκεί. Κάποιες φορές τον έβλεπε , κάποιες όχι, όμως ήξερε ότι ήταν εκεί.
Έρχεται μήνυμα στο κινητό από τον Αντώνη. Σε μισή ώρα να είσαι έτοιμη θα περάσει ο Άγγελος με το αμάξι να σε πάρει. 
Χμ οκ πού; είχε ρεπό σήμερα και με  αμάξι; η Κομοτηνή είναι πολύ μικρή πόλη μπορείς πας παντού με τα πόδια.
Αντώνη που θα πάμε; τον ρωτα πίσω στο μήνυμα  .Κάπου ωραία της απαντά αν  δεν με εμπιστεύεσαι μην κατέβεις . της απάντησε. Το αυτοκίνητο τέλειο, πολυτελείας, τελευταίο μοντέλο, πανάκριβο. Μπαίνει μέσα και ο οδηγός ποιος άλλος; Ο φύλακας Άγγελος!
Καλημέρα Νάντια. Της λέει Καλημέρα Άγγελε του απαντά με χαμόγελο.
Που θα πάμε; τον ρωτά
Την κοιτάζει από το καθρεφτάκι του Καλημέρα Νάντια. Αυτοκινήτου και με νόημα χαμογελαστός της απαντά:   Κάπου όμορφα μικρή.
Καταλαβαινοντας η Νάντια ότι δεν έπιασε τόπο η ερωτηση της. Η Κομοτηνή δεν είχε θάλασσα μόνο βουνά και δάση . Πως σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα βρέθηκε κοντά σε θάλασσα αναρωτιόταν. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο μπροστά από μια τεράστια πόρτα με κάμερες παντού,
γύρω γύρω είχε ψηλούς τοίχους για να μην βλέπεις τίποτα. Ακουγόταν όμως δυνατή μουσική γέλια  και ο ήχος του πλασαρίσματος στο νερό
Άγγελε τι είναι εδώ ; Ποιοι θα είμαστε θα είσαι και εσύ εδώ;
Τον ρώτησε αγχωμένα .
Μην ανησυχείς όλα καλά.                       Της απάντησε και της χαμογέλασε.
Η Νάντια πρώτη φορά βλέπει τέτοιο πάρτι  πισίνα, μουσική από γνωστό DJ, σαμπάνιες, κόσμο να χορεύει με μαγιό , να πηδάνε στη πισίνα που με κάποιο περίεργο τρόπο ενωνόταν με την θάλασσα!! Άλλο και αυτό,πρώτη φορά βλέπει τέτοια πισίνα. Έρχεται ο Αντώνης Καλώς το κοριτσάκι μου το όμορφο της λέει και την αγκαλιάζει με το ένα χέρι που κρατούσε το πούρο του, στο άλλο κρατούσε το ποτό του.
Έλα, έλα μαζί μου.Εγω είμαι εδώ μην φοβάσαι! Της λέει.
Μην φοβάμαι; Από ποιον ή τι να φοβάμαι. Ο χώρος ήταν γεμάτος με κάμερες ασφαλείας. Ο Αντώνης ήταν δίπλα της συνεχώς. Γνώριζε μερικά άτομα κάποια κορίτσια που δούλευαν μαζί στο μαγαζί. 
Θα πιεις κάτι; την ρώτησε ο Αντώνης.
Εμ δεν ξέρω του απάντησε αποσβολωμένη από αυτά που έβλεπε.
Γκαρσόν; φωνάζει ο Αντώνης
Στο κορίτσι ότι θέλει εκτός από αλκοόλ πες το στους υπόλοιπους  της είπε.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του το γκαρσόνι και έφυγε.  Η Νάντια κάθησε σε ένα κρεβατάκι παραλίας και κοιτούσε την θάλασσα. Δεν ήξερε γιατί αλλά παρόλο που όλα φαίνονται καλά είχε ένα άσχημο προαίσθημα. Σε λίγο ήρθε το αναψυκτικό της.
Θα θέλατε κάτι άλλο κυρία;
την ρώτησε η σερβιτόρα.
Κυρία; αυτές τις ερωτήσεις είχε συνηθίσει να τις κάνει η ίδια όχι να της τις κάνουν.
Όχι σε ευχαριστώ πολύ και σε παρακαλώ μην μου μιλάς στον πληθυντικό.
Της απάντησε η Νάντια.
Όπως επιθυμείτε . Απάντησε η σερβιτόρα και έφυγε σαν να μην ήθελε να ακούσει αυτό που της ζήτησε η Νάντια πιο πριν.
Άρχισε να νυχτώνει και η σερβιτόρα επέστρεψε λέγοντας
Θα θέλατε κάτι άλλο κυρία;;
Όχι σε ευχαριστώ πολύ.
Απάντησε η Νάντια ευγενικά. Μετά από λίγο βλέπει τον Άγγελο να την βλέπει από το ύψωμα πίσω της. Μέσα σε λίγα λεπτά μετά εμφανίζεται ο Αντώνης.
Τι κάνει το μικρό μου κορίτσι εδώ μόνο του;
την ρωτά.
Τίποτα, χαζεύω το νερό. Δεν ήξερα ότι είχε θάλασσα  στην Κομοτηνή.
Του απάντησε. Ο Αντώνης γέλασε και της λέει
Δεν είμαστε Κομοτηνή, είμαστε στο Φανάρι της λέει. Είμαστε εκτός Κομοτηνής, και αυτό είναι το αγαπημένο μου εξοχικό.
Της λέει με καμάρι.
Μάλιστα.  Η θάλασσα μου θυμίζει την Κύπρο του λέει.
Σωστά, χμ  εμ για αυτό κάθεσαι με τις ώρες εδώ τελικά Ε;
Δεν του απάντησε πίσω δεν τον κοίταξε καν. Συνέχισε να κοιτά την θάλασσα. Άναψαν τα φώτα γύρω από το χώρο. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Αποκοιμήθηκε στο κρεβατάκι της θάλασσας ακούγοντας το ήχο της . Βρέθηκε σκεπασμένη με  μια λεπτή κουβέρτα και γύρω  γύρω κυκλικά ,αναμμένα φιδάκια για τα κουνούπια.
Ξύπνησες Νεράιδα μου ; ακούει κάποιο να της μιλάει.
Τι έγινε Αντώνη τι ώρα είναι;
Ώρα να πάμε πίσω.
Της λέει και συνεχίζει
Τώρα που ξύπνησες και γελούσε.
Γιατί κοιμήθηκε αφού δεν νυσταζε σκεφτόταν.
Ο χρόνος περνούσε και ο Αντώνης ξεκίνησε να γίνεται όλο και πιο πιεστικός μαζί της. Την φίλησε στο στόμα και της είπε ότι τώρα πια είναι μαζί. Δεν της άφησε περιθώρια να πει ναι ή όχι.Αυτο της άρεσε γιατί ένιωθε ασφαλής.
Ήταν πολύ χαρούμενη  περνούσε τέλεια. Όπου και αν πήγαινε την ήξεραν. Όλοι ήταν με το σις και με το σας. Η Νάντια σταμάτησε να δουλεύει στον Αντώνη αφού δεν δεχόταν με τίποτα ο Αντώνης. Μένανε μαζί στο διαμέρισμα του στο κέντρο της Κομοτηνής. Κάποιες φορές πήγαιναν χωριό στο πατρικό του. Κάποιες φορές στο Φανάρι. Οι γονείς του δεν φαίνονταν να συμπαθούν την Νάντια. Δεν της συμπεριφέρονταν άσχημα αλλά της  ήταν ξεκάθαρο ότι δεν την ήθελαν για τον Αντώνη. Δεν ήξερε τι κακό τους έκανε όμως δεν την ήθελαν αυτό ήταν σίγουρο . Η Νάντια ζούσε ζωή και κότα. Ρούχα , παπούτσια, αξεσουάρ καλή ζωή ,ακριβή ζωή. Όμως  και αυτή σωστή νοικοκυρά. Τον φρόντιζε τον Αντώνη. Μαγείρευε καθάριζε, του σιδέρωνε. Τον φρόντιζε πολύ. Της άρεσε να φροντίζει τον άνθρωπο που ήταν μαζί.
Μέχρι που μια μέρα χτυπά το κινητό της  τηλέφωνο. Ήταν ο Χρήστος.
Ναι; ρωτάει απορημένη.
Νάντια σε περιμένω στο καφέ της σχολής της λέει
Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε για το κυλικείο. Έφτασε εκεί και ήταν μόνο ο Χρήστος με δύο καφέδες στο χέρι.
Έλα κάτσε είναι όπως σου αρέσει. Τι γίνεται Νάντια;της λέει με έντονο ύφος. Πανεπιστήμιο δεν ερχόμαστε πια; περνάς ωραία με τον μπάρμπα;
Η Νάντια δεν μίλησε σηκώθηκε απλά και έφυγε. Χριστέ μου τι ντροπή ήταν αυτή. Με ποιο δικαίωμα να της μιλήσει έτσι; Ποιος νομίζει ότι είναι; Η Νάντια μπαίνει στο σπίτι και δεν βλέπει τον Αντώνη να κάθεται στο σαλόνι στο σκοτάδι. Άνοιξε το φως και τρόμαξε.
Αγάπη μου τι κάνεις στο σκοτάδι; του λέει και πάει να τον φιλήσει.
Ο Αντώνης ατάραχος απλώνει το χέρι του και την κρατά σε απόσταση.
Που ήσουν;
την ρώτησε χωρίς να την κοιτάει.
Η Νάντια ήξερε καλά τον Αντώνη ότι ήταν ένας ήρεμος γίγαντας φτάνει να μην τον θυμώσεις .
Για καφέ στο πανεπιστήμιο.
Του λέει. . Πίνει το ποτό του και σηκώνεται.
Νάντια, για τελευταία φορά που ήσουν ;  την κοίταζε θυμωμένα
Αγάπη μου στο πανεπιστήμιο για καφέ του απαντά.
Η συνέχεια τραγική . Κλείδωσε το σπίτι,έβγαλε το σταθερό τηλέφωνο το πήρε μαζί του έκοψε το Ίντερνετ, της πήρε το κινητό και την άφησε μόνη να πονάει σε όλο της το σώμα πεσμένη στο πάτωμα. Η Νάντια πονούσε αφόρητα πολύ μέχρι που βρήκε το παλιό της κινητό και έστειλε μύνημα στην Μαρία.
Ο κλειδαράς κάλεσε ταξί για το νοσοκομείο τρόμαξε με αυτό που είδε. Η Νάντια ήξερε ότι από  στιγμή σε στιγμή ο Αντώνης θα ήταν εκεί. 
Μαρία φύγε φύγε τώρα όπου να ναι θα είναι εδώ .
Η Μαρία της άφησε το κινητό της τηλέφωνο για να μπορεί να μιλάνε αφού το δικό της Νάντιας το πλήρωνε ο Αντώνης και ήξερε ότι την παρακολουθούσε . Ο Αντώνης δεν φάνηκε στο νοσοκομείο . Ο Άγγελος όμως ήταν εκεί. Ακόμα και ο ιατρός ήξερε τον Αντώνη και της το είπε ο ίδιος ότι του δίνει αναφορά για την υγεία της.
   Η Νάντια είχε σπασμενη την κάτω γνάθο της. Δεν έπρεπε να μιλάει. Πονούσε φρικτά. Στους δικούς της στην Κύπρο είπε ότι θα πήγαινε εξωτερικό και δεν θα είχε σήμα το κινητό για αυτό και θα τους έστελνε μέσω διαδικτύου μήνυματα.

Η Ζωή μιας Φοιτήτριας Στην Κομοτηνή Where stories live. Discover now