Έτρεχε κι έτρεχε. Με μανία, με δύναμη που δεν ήξερε πως έχει.
Καθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι της πίσω να δει αν κάποιος την έψαχνε, τη γύρευε, αλλά κανείς δεν ήταν σιμά της.
Ακόμη δεν ήξερε πως είχε βρεθεί με την καρδιά του Τριβολαίου στο χέρι της, ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει πως ήταν κι αυτή ένα τέρας. Γιατί με ποιο δικαίωμα είχε πάρει τη ζωή κάποιου;
Τα φουστάνια της ήταν γιομάτα αίμα και πολύ φοβόταν πως στα σπλάχνα της, παιδί δεν υπήρχε πια. Σταμάτησε. Ίσα που να πάρει δυο ανάσες, ακουμπώντας όλον τον κορμό της πάνω στον βράχο. Η παλαμη της βρήκε την κοιλιά της και έκλεισε τα μάτια της. Δεν ένιωθε τίποτα, δεν είχε μείνει τίποτα.
«Όχι...» ψιθύρισε στον εαυτό της. Δεν μπορεί να είχε χάσει το παιδί της. Μονάχα γι'αυτό είχε υπομείνει τα πάντα. Τον εξευτελισμό, τα ψέματα, το νέο της ρόλο ως συγκρια. Να την μισούνε, να την χλευάζουνε και να πρέπει να έρχεται αντιμέτωπη με το Μάρκο κάθε μέρα. Να ακούει τα λόγια του, να τον κοιτάζει μετά από την προδοσία του. Όλα.
Όλα για το τίποτα πια.
Ξέσπασε σε κλάματα γοερά και οργισμένα. Έμπηξε τα νύχια της στο ίδιο της το σώμα και λύγισε εκεί, ανάμεσα στις πέτρες και την ξεραΐλα, μόνη της. Γιατί αυτό ήταν πια. Μπορεί να είχε πάρει την απόφαση να τρέξει μακρια εν βρασμώ, μα δεν θα το μετανιωνε. Έπρεπε να τρέξει μακρια.
Έφτασε στην σπηλιά της μάνας της μετά από πολλη ώρα. Δεν ήξερε και που αλλου να πάει· ήξερε όμως πως δεν μπορούσε να μείνει εκεί. Ο Μάρκος γνώριζε και έπρεπε να ξαποστάσει για λίγο και να πάρει άλλο δρόμο, να πάει κάπου που δεν θα την εβρισκαν.
Έπρεπε να ξεκινήσει ξανά. Είχε ξεφύγει από την κόλαση που είχε φουντώσει πίσω της, τα είχε καταφέρει. Τα πόδια της βυθίζονταν στα σκληρά βράχια, οι πληγές στα χέρια και στα πόδια της αιμορραγούσαν ασταμάτητα, βάφοντας το χλωμό της δέρμα με κόκκινες κηλίδες. Κάθε βήμα ήταν ένα μαρτύριο, σαν να πονούσαν τα κόκαλα της μέχρι το μεδούλι. Ο δρόμος από το Πόρτο Κάγιο ήταν δύσβατος και αδυσώπητος, οι απότομοι λόφοι και τα μονοπάτια ήταν σπαρμένα με πέτρες που έσκιζαν τη σάρκα της με κάθε της βήμα.
Η καρδιά της χτυπούσε με έναν ρυθμό που δεν ήταν ανθρώπινος, καθώς η προσπάθεια να προχωρήσει προς τα δυτικά γινόταν αδύνατη με κάθε αναπνοή. Κάθε βήμα φαινόταν βαρύτερο από το προηγούμενο. Το σώμα της δεν υπάκουε πλέον στην θέληση της, και η ζέστη του ήλιου, που έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες στον ορίζοντα, την έκαιγε ανηλεώς. Δεν είχε νερό. Ούτε φαγητό. Τα χείλη της ήταν σκασμένα, οι σκέψεις της θολές από την εξάντληση. Η οργή και ο φόβος που την είχαν κρατήσει ζωντανή τόσες ώρες τώρα ξεθώριαζαν, αφήνοντας την αδύναμη, χαμένη και μόνη.
YOU ARE READING
Το αρχοντικό
FanfictionΗ Θεοφανώ το σκάει κι εκείνος τη βρίσκει. Ο Αντρέι αντί για να μένει στους Λασκαραιους, κατέληξε έμπιστος του Δραγουμάνου.