Η Θεοφανώ ήταν στην κουζίνα, με τα χέρια της γιομάτα βότανα που είχε μαζέψει από τον πίσω κήπο, όταν ακούστηκε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. Πήρε το πανί που είχε δεμένο στη μέση της, σκούπισε τα χέρια της και άνοιξε την πόρτα, αντικρίζοντας την Κερασίνα. Η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της, καθώς δεν περίμενε την κόρη του Δραγουμάνου να την επισκεφθεί.
«Καλημέρα, Θεοφανώ,» είπε η Κερασίνα με ένα γλυκό χαμόγελο. «Άκουσα τα νέα για τον γάμο σας και ήρθα να δω αν χρειάζεσαι βοήθεια με τις ετοιμασίες.»
Η Θεοφανώ άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, σαστισμένη. «Σε-Σε ευχαριστώ πολύ.» απάντησε διστακτικά. «Δεν περίμενα να θέλεις να ασχοληθείς με τον γάμο μας.»
Η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε και κάθισε δίπλα στο τραπέζι όπου η Θεοφανώ, είχε μόλις κουβαλήσει ένα κανάτι νερό. «Η αλήθεια είναι ότι ενδιαφέρθηκα για τον Αντρέι, αλλά ήταν ξεκάθαρο από την αρχή πως εσείς οι δύο ήσασταν προορισμένοι ο ένας για τον άλλον. Κάποτε είχα και εγώ ένα μικρό έρωτα. Γνωρίζω πώς είναι να βλέπεις τα πράγματα καθαρά, ακόμα και όταν είναι δύσκολο.»
Η Θεοφανώ την κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλή, αναγνωρίζοντας την ειλικρίνεια στα λόγια της. Έπειτα, χαμογέλασε, νιώθοντας μια αναπάντεχη ανακούφιση.
Οι δυο γυναίκες πέρασαν το πρωινό μαζί, μιλώντας για τις ετοιμασίες του γάμου, το νυφικού, τη λίστα των ελάχιστο καλεσμένων, τις μικρές λεπτομέρειες που έπρεπε να φροντιστούν.
Η ώρα κύλησε γρήγορα, και ο ήλιος είχε ήδη περάσει το μεσουράνημά του όταν ο Αντρέι επέστρεψε στο αρχοντικό. Μπήκε στην κουζίνα, σταματώντας ξαφνικά μόλις είδε τις δυο γυναίκες να γελούν μαζί, σαν να ήταν φίλες από χρόνια. Ένα ζεστό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, βλέποντας τη Θεοφανώ άνετη.
«Καλησπέρα, Κερασίνα δεν περίμενα να σε βρω εδώ.», είπε με μια απαλή φωνή που έκανε την καρδιά της Θεοφανούς να χτυπήσει γρηγορότερα.
Η Κερασίνα χαμογέλασε ευγενικά και σηκώθηκε. «Θεώρησα πως θα χρειαστεί βοήθεια και πέρασα να την προσφέρω.» είπε.
Η Θεοφανώ την αποχαιρέτησε με μια γλυκιά αγκαλιά, ευχαριστώντας για την ευκαιρία τούτη να δεθούν.
Αργότερα, κι αφού η Κερασίνα είχε φύγει, βρέθηκαν μόνοι τους. Το δειλινό ολόκληρο έμπαινε από το παραθύρι, λερώνοντας τους τοίχους με χρώματα πορτοκαλιά . Ο Αντρέι την κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα που έδειχνε ότι σκεφτόταν πολύ περισσότερα από όσα έλεγε. Το είχε μάθει καλά όλον αυτόν καιρό που βρισκόταν εκεί.
KAMU SEDANG MEMBACA
Το αρχοντικό
Fiksi PenggemarΗ Θεοφανώ το σκάει κι εκείνος τη βρίσκει. Ο Αντρέι αντί για να μένει στους Λασκαραιους, κατέληξε έμπιστος του Δραγουμάνου.