XIV

184 5 4
                                    

Η μέρα ήταν βαριά, με ένα ελαφρύ αεράκι που έδειχνε ότι οι τελευταίες καλοκαιρινές βροχές δεν ήταν μακριά, αλλά κρατιόταν πίσω από τον ορίζοντα, έτοιμες να κινήσουν κάποια στιγμή. Ο Αντρέι και ο Κανέλλος είχαν περάσει το πρωί τους ανάμεσα στα χωράφια και τα καράβια, συντονίζοντας δουλειές και συζητώντας για τη γη και τα καΐκια, τα θέματα της οικογένειας και του τόπου.

Καθώς ο ήλιος έγερνε αργά και η θάλασσα μπροστά τους φαινόταν ατέρμονη, οι δύο άντρες βρέθηκαν να περπατούν κατά μήκος της παραλίας. Η άμμος έτριζε κάτω από τις μπότες τους και τα κύματα έσκαγαν απαλά στην ακτή, δίνοντας μια αίσθηση ηρεμίας, αν και μέσα τους οι σκέψεις τους αναδεύονταν με βαρύτητα.

«Πολλές ευθύνες, Αντρέι,» είπε ο Κανέλλος, με έναν τόνο κουρασμένο, σαν να έψαχνε την απάντηση στις ατέλειωτες υποχρεώσεις που συνόδευαν τη ζωή τους. «Αλλά η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να τις κουβαλάμε εμείς, παρά αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει να ηγείσαι.»

Ο Αντρέι σιώπησε για μια στιγμή, κοιτάζοντας τη θάλασσα που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους. Τότε, σαν να μην μπορούσε να το κρατήσει άλλο μέσα του, γύρισε προς τον Κανέλλο και είπε χαμηλόφωνα: «Έχω κάτι που πρέπει να σου δείξω.»

Ο θείος του γύρισε να τον κοιτάξει με ανησυχία. Η φωνή του Αντρέι δεν είχε την συνηθισμένη αυτοπεποίθηση, είχε μια βαρύτητα, κάτι σκοτεινό που κυλούσε κάτω από τα λόγια του. Έβγαλε λοιπόν από το σακάκι του ένα γράμμα, ένα κομμάτι χαρτί τσαλακωμένο και φθαρμένο από τον χρόνο και τη χρήση.

«Αυτό το γράμμα, Κανέλλο, είναι η απόδειξη όλων όσων έγιναν τότε, πριν χρόνια. Των όσων έκανε ο Μιχαήλ στον Τζαννέτο.»

«Τι λες;» ρώτησε αμήχανα.

«Λέω την αλήθεια. Δες και μόνος σου.»

Η καρδιά του Κανέλλου χτύπησε σαν βαρύ σφυρί στο στήθος του. Ένιωσε την ψυχική του ακεραιότητα να τσακίζεται από τα λόγια αυτά, και χωρίς να περιμένει, άρπαξε το γράμμα από τα χέρια του με έναν παρορμητικό τρόπο. Τα μάτια του στράφηκαν πάνω στις γραμμές του κειμένου, οι λέξεις τρυπούσαν το μυαλό του σαν λεπίδες. Ο αέρας γύρω τους φαινόταν να βαραίνει, σαν να είχε παγιδευτεί σε έναν αόρατο ιστό από σιωπές και αλήθειες που ξέσπαγαν τώρα.

Διαβάζοντας, είδε την ψυχή του αδερφού του να ξεδιπλώνεται μέσα από τις αράδες. Τις αγωνίες, τα μυστικά, τον φόβο και, στο τέλος, την προδοσία. Κάθε λέξη ήταν ένας σφυγμός από πόνο και θλίψη, κάθε πρόταση μια πληγή που άνοιγε. Όταν έφτασε στο τέλος του γράμματος, τα χέρια του έτρεμαν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ήξερε πλέον, με κάθε βεβαιότητα, ότι ο αδερφός του δεν είχε βρει την ειρήνη. Δεν είχε πεθάνει σαν άντρας που ήξερε τι συνέβαινε, αλλά σαν κάποιος που είχε προδοθεί από την ίδια του την οικογένεια.

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now