X

161 6 2
                                    

Ο Φρίξος, βουτηγμένος στην καθημερινή του ρουτίνα, καθάριζε ένα σκονισμένο ράφι κοντά στη μικρή αποθήκη του σιδεράδικου, εκεί που οι πέτρες ήταν ακόμα υγρές από την πρωινή πάχνη. Ήταν το μέρος όπου μπορούσε να βρει λίγο ησυχία, να σκεφτεί χωρίς να τον διακόπτουν. Όταν είδε τη Θεοφάνω να πλησιάζει, σήκωσε το βλέμμα του, με απορία στα μάτια του.

«Φρίξο,» του ψιθύρισε, η φωνή της χαμηλή, αλλά γεμάτη ένταση, «Είδα κάτι.»

Ο Φρίξος, συνηθισμένος να ακούει για το χάρισμα της, άφησε αμέσως το πανί του και την κοίταξε προσεκτικά. Ήξερε πως η Θεοφάνω δεν απασχολούσε κανέναν χωρίς σοβαρό λόγο. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, και τα χείλη της έτρεμαν ελαφρώς, σαν να πάλευε να βάλει σε λέξεις αυτό που την είχε στοιχειώσει.

«Τι είδες, κοπέλα μου;» ρώτησε απαλά, με μια ανεπαίσθητη ανησυχία στη φωνή του, προσπαθώντας να την κρύψει δηλαδή.

Εκείνη κάθισε σε ένα χαμηλό σκαμνί, τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της, ενώ έψαχνε τα σωστά λόγια. «Είδα μια γυναίκα,» ξεκίνησε να λέει. «Με μακριά λευκά μαλλιά, κρατούσε ένα μαχαίρι και-και στεκόταν πάνω από τη μητέρα μου. Δεν την έχω ξαναδεί αυτήν τη γυναίκα, Φρίξο. Δεν ξέρω ποια είναι, το πρόσωπο της ήταν τόσο σκιαχτερό και ξένο.»

Ο Φρίξος έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, τα μάτια του να αναζητούν μέσα στο μυαλό του κάποια ανάμνηση που θα μπορούσε να ταιριάζει στην περιγραφή της. Ένιωθε την ταραχή της και ήξερε πως οι δικές του λέξεις θα έπρεπε να είναι προσεκτικά διαλεγμένες.

«Δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι αυτή η γυναίκα.» είπε τελικά, η φωνή του γεμάτη λύπη για το ότι δεν μπορούσε να της δώσει απαντήσεις. «Ποτέ δεν έχω δει κάποιον που να ταιριάζει σε αυτή την περιγραφή, ούτε εδώ στον πύργο, ούτε στα χωριά. Ίσως να είναι κάποια παλιά ανάμνηση ή ένα όνειρο.»

Πριν προλάβει να συνεχίσει, μια βαριά σκιά έπεσε πάνω τους, σαν να έκλεισε απότομα μια πόρτα, κόβοντας τον αέρα που έμπαινε από το μικρό παράθυρο. Η Θεοφανώ σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον Αντρέι να στέκεται στην είσοδο της αποθήκης. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, γεμάτα ανησυχία.

«Τι κάνετε εδώ μέσα;» ρώτησε κοφτά, η φωνή του γεμάτη ένταση, σαν να είχε ήδη αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Ο Φρίξος γύρισε να κοιτάξει τον Αντρέι, και χωρίς να πει λέξη, υποχώρησε. Ένιωθε ότι δεν ήταν η θέση του να αναμιχθεί περισσότερο, ειδικά όταν υπήρχε μια τέτοια αναταραχή στην ατμόσφαιρα.

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now