XIII

144 5 4
                                    


Το πρωινό στην τραπεζαρία του πύργου ξεκίνησε με μια περίεργη ησυχία, που γλιστρούσε ανάμεσα στους τοίχους όπως ο αέρας πριν από την καταιγίδα. Οι υπηρέτες κινούνταν σιωπηλά, τα πιάτα έφταναν στο τραπέζι χωρίς τον συνηθισμένο θόρυβο. Η Θεοφανώ, βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν σήκωσε το βλέμμα ούτε όταν ο Μιχαήλ, με το γνωστό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του, αποφάσισε να μιλήσει.

«Λοιπόν,» είπε, το βλέμμα του γεμάτο υπαινιγμούς, «Εσείς καιρό είχατε να μας τιμήσετε με την παρουσία σας στο πρωινό, καπετάνισσα. Ποσό καιρό θα μας αποφεύγεις;»

Η ατμόσφαιρα πάγωσε για μια στιγμή. Όλοι περίμεναν τη συνηθισμένη ευγενική αμηχανία της Θεοφανούς, το γρήγορο αποτραβήγμα της από τον διάλογο. Αλλά όχι αυτή τη φορά. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα αργά και κάρφωσε τα μάτια της σε 'κείνον με έναν παγερό, ανεξιχνίαστο τρόπο που έκανε την καρδιά των παρευρισκόμενων να σφιχτεί. Ακόμη και της Μορφούλας που παρακολουθούσε.

«Όσο χρειαστεί,» απάντησε η Θεοφανώ με φωνή σταθερή και κρύα σαν το χειμωνιάτικο αέρα. «Για να έχω την ηρεμία μου.»

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. Ο Μιχαήλ, ανίκανος να βρει κατάλληλη απάντηση, μαζεύτηκε στην καρέκλα του, ενώ όλοι οι άλλοι κοίταξαν την Θεοφανώ με απορία και ίσως —μάλλον, μια κρυφή δόση τρόμου. Ο Αντρέι, αν και δεν έδειξε τίποτα, ένιωσε ένα ελαφρύ τσίμπημα ανησυχίας στην καρδιά του. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι.

Την υπόλοιπη μέρα ήταν όντως απόμακρη. Ακόμα κι όταν ο Αντρέι προσπάθησε να τη ρωτήσει για το συμβάν, εκείνη του απάντησε λακωνικά, δίχως καν να δώσει έκταση ή να εξηγήσει ξανά τις ασκημες συνθήκες στον Πύργο, βυθισμένη σε ένα πέπλο σιωπής που την τύλιγε όλο και πιο βαθιά.

Τρεις μέρες πέρασαν με την ίδια περίεργη ψυχρότητα να αναβλύζει από εκείνη. Ο Αντρέι προσπαθούσε να μην την πιέσει, αλλά το βάρος της σιωπής γινόταν όλο και πιο ασφυκτικό. Και τότε, την τρίτη μέρα, καθώς καθόντουσαν στον οντά τους, η Θεοφανώ έσπασε τη σιωπή.

«Θα ήθελα να πάμε μαζί στο σπήλαιο του Τζαννέτου.» είπε ξαφνικά, χωρίς να τον κοιτάξει.

Ο Αντρέι την κοίταξε έκπληκτος, μην μπορώντας να διαβάσει την έκφραση της. «Στο σπήλαιο;» ρώτησε αργά, προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο της παράξενης επιθυμίας της.

«Ναι,» απάντησε εκείνη, σηκώνοντας το βλέμμα της προς το παραθύρι. «Αν μπορείς. Είναι κάτι που πρέπει να δω.»

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now