Η νύχτα είχε πέσει βαριά πάνω στον πύργο, σαν βελούδινο σκοτάδι που έσβηνε κάθε ήχο, κάθε ψίθυρο. Οι πέτρες του πύργου ανέπνεαν αργά, φυλακίζοντας μυστικά αιώνων. Η Θεοφανώ ήταν μόνη της στο μεγάλο σαλόνι, μια φιγούρα μελαγχολική που στεκόταν μπροστά στο τζάκι, χαμένη στις σκέψεις της. Η φλόγα έτρεμε, φωτίζοντας αχνά το πρόσωπο της, το οποίο είχε βαφτεί με τη σιωπή της νύχτας, και τα μάτια της ταξίδευαν πέρα από τις φλόγες, σε κόσμους άγνωστους και ονειρικούς.
Ήταν η στιγμή που η Κυπριανή γλίστρησε μέσα, σαν σκιά που φύσηξε με τον άνεμο. Τα μάτια της έλαμπαν με έναν μαύρο φθόνο, σαν να είχαν απορροφήσει όλο το σκοτάδι του κόσμου. Η λεπίδα του μαχαιριού που κρατούσε, κρυμμένο στα χέρια της, άστραψε στιγμιαία στο φως του τζακιού. Το κορμί της σφιγγόταν, γεμάτο ένταση και μίσος, καθώς πλησίαζε αθόρυβα την νεαρή γυναίκα, τα χείλη της ψιθυρίζοντας λόγια ακατάληπτα, σκοτεινά, λόγια που κουβαλούσαν την παλιά μαγεία που είχε αναθρέψει μέσα της.
Ήξερε πως η Θεοφανώ είχε δύναμη. Ήξερε πως ήταν φτιαγμένη από φως και πυρκαγιά, μια δύναμη που η ίδια δεν θα είχε ποτέ. Ο φθόνος της την είχε κατακάψει από καιρό, και αυτή η νύχτα ήταν το τέλος. Η στιγμή που θα έπαιρνε αυτό που επιθυμούσε. Να σβήσει το φως της. Να πάρει πίσω αυτό που θεωρούσε πως της ανήκε. Να αφανίσει εκείνη που έβλεπε σαν ανταγωνίστρια από τα χρόνια της μάνας της.
Η Θεοφανώ δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της, καθώς η σκιαχτερή φιγούρα πλησίαζε. Σήκωσε το μαχαίρι, έτοιμη να το βυθίσει βαθιά στη σάρκα της. Μια τελευταία αναπνοή, μια τελευταία σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Όμως πριν προλάβει να κινηθεί, μια άλλη σκιά εμφανίστηκε.
Σαν αθόρυβος άνεμος που φύσηξε από το πουθενά, πετάχτηκε μέσα από το σκοτάδι η Μεταξία. Είχε παρακολουθήσει την γιαγιά της. Είχε μάθει, μετά από τόσο καιρό, την αλήθεια. Η Κυπριανή δεν ήταν απλώς μια γυναίκα που έλεγχε τις μοίρες, αλλά μια μάγισσα σκοτεινή, γεμάτη φθόνο και δηλητήριο. Την είχε παρακολουθήσει με δέος και φρίκη, και τώρα ήξερε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθεί η Θεοφανώ.
Με μια αστραπιαία κίνηση, η Μεταξία έσπρωξε τη γιαγιά της πίσω, το μαχαίρι πετάχτηκε από τα χέρια της και έπεσε με έναν κούφιο ήχο στο πάτωμα. Η Κυπριανή γύρισε με μάτια γεμάτα οργή, προσπαθώντας να αρπάξει την εγγονή της, αλλά η νεαρή κοπέλα ήταν πιο γρήγορη. Το μαχαίρι πέρασε από τα χέρια της και βυθίστηκε στην καρδιά της Κυπριανή με μια δύναμη που δεν ήξερε ότι είχε μέσα της.
YOU ARE READING
Το αρχοντικό
FanfictionΗ Θεοφανώ το σκάει κι εκείνος τη βρίσκει. Ο Αντρέι αντί για να μένει στους Λασκαραιους, κατέληξε έμπιστος του Δραγουμάνου.