XII

160 5 1
                                    

Η Θεοφανώ και ο Αντρέι είχαν περάσει μέρες προσπαθώντας να συνυπάρξουν σε μια ιδιότυπη ομαλότητα. Η αλήθεια ήταν ότι και οι δύο κουβαλούσαν πληγές και φορτία που βάραιναν την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Δεν υπήρχαν γλυκόλογα, δεν υπήρχαν καθημερινές αγκαλιές, μόνο μια προσπάθεια να διατηρήσουν το γάμο τους. Τα βράδια που μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο ήταν γεμάτα με σιωπές, με σκέψεις που κανείς από τους δύο δεν τολμούσε να ξεστομίσει.

Ο Αντρέι είχε κλειστεί στον εαυτό του, ζυγίζοντας όλα όσα είχε μάθει για τον πατέρα του, για τη σκοτεινή ιστορία που συνόδευε την οικογένεια αυτή. Ήξερε ότι η θέση του ως καπετάνιος απαιτούσε δίκαιες αποφάσεις, μα οι αποκαλύψεις τον είχαν κλονίσει. Είχαν κλονισει τα πάντα του. Ήταν δύσκολο να κρύψει τον πόνο του από τη Θεοφανώ, αλλά το κατάφερνε, δείχνοντας μόνο έναν ήσυχο, πολιτισμένο εαυτό.

Η Θεοφανώ από την άλλη, αισθανόταν σαν παγιδευμένο πουλί μέσα στον πύργο. Οι τοίχοι της φάνταζαν σαν να κλείνουν γύρω της, κάθε δωμάτιο γέμιζε με τη βαριά παρουσία των ανθρώπων που δεν την ήθελαν εκεί. Ήταν δύσκολο να αναπνεύσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον, και κάθε μέρα ήταν μια δοκιμασία της αντοχής της. Πνιγόταν. Χανόταν.

Όλα συνηθισμένα πια.

Ένα βράδυ, μετά από ένα ακόμα δείπνο γεμάτο σιωπές και άβολες ματιές, η Θεοφανώ κάθισε απέναντι από τον Αντρέι στο προαύλιο.

«Αυτά τα γλυκίσματα που φάγαμε στο βραδινό τι ήταν; Πρέπει να ρωτήσω την Τσαντούλα που τα βρήκε-»

«Η Κερασίνα τα έφτιαξε.» της απάντησε, ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Τα έμαθε στο ταξίδι που έκανε με τον Λεωνιδα στην Ζάκυνθο.»

Η Θεοφανώ έγνεψε αργά, αλλά φαινόταν σκεπτική. «Πότε πέρασε;» ρώτησε.

«Χθες που ήσουν στην Αγάθη. Είπε πως θα περάσει ξανά να σε βρει.» φούμαρε. «Ευγενική πάντα.»

Η σιωπή απλώθηκε μεταξύ τους, με τη Θεοφανώ να μαζεύει το σάλι γύρω της. Κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να κρύψει το πικρό συναίσθημα που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα της. «Φαίνεται να την συμπαθείς πολύ.»

Ο Αντρέι την κοίταξε. «Τι εννοείς; Η Κερασίνα είναι όντως μια καλή κοπέλα.»

Η γυναίκα άρχισε να νιώθει την ζήλια να την πνίγει, παρόλο που ήξερε ότι ήταν παράλογο. «Είναι ναι. Απλά παρατηρώ πόσο άνετος είσαι μαζί της. Κάθε φορά που μιλάτε, γελάς. Πιο ελεύθερα από ό,τι κάνεις συνήθως.»

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now