VIII

178 9 1
                                    

Η Θεοφανώ γονάτισε δίπλα στο  κρεβατι και άγγιξε απαλά το γυμνό, πληγωμένο σώμα του άντρα της. Η πληγή στην πλάτη του ήταν βαθιά, το δέρμα σκισμένο και μελανιασμένο, κι εκείνη ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της μοναχά στην όψη του. Τα δαχτυλα της έτρεμαν ελαφρά καθώς βούτηξε το καθαρό πανί στο πήλινο με το χλιαρό νερό δίπλα της, στύβοντάς το προσεκτικά πριν το φέρει πάνω από την πληγή.

Το άγγιγμά της ήταν απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο, καθώς καθάριζε τη σάρκα του από το ξεραμένο αίμα. Κάθε κίνηση της ήταν γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα, σαν να προσπαθούσε να γιατρέψει όχι μόνο το σώμα του, αλλά και την ψυχή του που είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ το τελευταίο διάστημα. Κάθε φορά που το πανί περνούσε πάνω από την πληγή, ο Αντρέι έκανε μια μικρή σύσπαση από τον πόνο, αλλά δεν αντιδρούσε αλλιώς. Τα μάτια του παρέμεναν κλειστά, οι ανάσες του βαριές και ακανόνιστες, σαν να πάλευε ακόμη με ποικίλους εφιάλτες εφιάλτες.

Τα δάκρυα της ξανά γέμισαν τα μάτια της, όπως γινόταν συχνά πια. Μα δεν μπορούσε να κλάψει τώρα. Έπρεπε να είναι δυνατή για εκείνον όπως ήταν πάντοτε εκείνος για 'κείνη. Έπρεπε να τον κρατήσει μαζί της, με κάθε τρόπο. Όποτε όπως καθάρισε την πληγή, πήρε ένα δοχείο με αλοιφή που της είχε αφήσει ο γιατρός και με προσεκτικές κινήσεις άρχισε να την απλώνει πάνω στο τραύμα. Η αλοιφή απλωνόταν παχύρρευστη και αργή, αφήνοντας ένα ελαφρύ άρωμα από όλα εκείνα τα βότανα που περιείχε.

Έκαιγε. Ήταν σαν να ένιωθε την ζεστή καρδιά του να χτυπά κάτω από τα ακροδάχτυλά της, την ίδια στιγμή που η δική της καρδιά επιταχυνόταν. Ήταν κοντά του, τον άγγιζε, τον φρόντιζε, και μέσα της έβραζε μια οργη, μιαν ανησυχία, μια αδικία τόσο γνώριμη.

Καθώς τελείωνε με την αλοιφή, έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη της δίπλα στην πληγή, απαλά.

«Καρδιά μου...» μουρμούρισε σιγανά.

Ήθελε να του μεταδώσει τη δική της δύναμη, να του υπενθυμίσει ότι δεν ήταν μόνος. Τον σκέπασε προσεκτικά με μια καθαρή κουβέρτα, φροντίζοντας να μην τον πονέσει καθόλου.

Πήρε την θέση της δίπλα του και τύλιξε το χέρι της γύρω από το δικό του. Άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει στην παλάμη του. Ένιωσε την ελαφριά κίνηση του σώματός του, το ζεστό άγγιγμα του δέρματός του, και μέσα σε αυτή τη σιωπηλή στιγμή, συνειδητοποίησε ξανά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε με όλη της την ύπαρξη, και αυτή η αγάπη ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κρατήσει τον κόσμο τους ενωμένο, όσο κι αν αυτός γκρεμιζόταν γύρω τους.

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now