III

235 13 4
                                    

Η αμηχανία από την προηγούμενη νύχτα τριγυρνούσε ακόμα στις σκέψεις της, αλλά η ρουτίνα της καθημερινότητας την κρατούσε προσγειωμένη. Σκούπιζε, καθάριζε, έπλενε, και φρόντιζε τα πάντα.

Το μεσημέρι είχε περάσει, και ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν ο Αντρέι, επιστρέφοντας από τις δουλειές του. Η Θεοφανώ σταμάτησε να σφουγγαρίζει και γύρισε προς την είσοδο, νιώθοντας μια ανεξήγητη ανησυχία να αναδύεται μέσα της.

Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, κουρασμένος, αλλά με μια απροσδόκητη απαλή έκφραση στο πρόσωπό του. Στάθηκε για μια στιγμή στην πόρτα, κοιτάζοντας την σαν να ζύγιζε τα λόγια του πριν μιλήσει. «Θεοφανώ,» είπε τελικά, η φωνή του μαλακή, σχεδόν διστακτική. «Λυπάμαι αν σε τρόμαξα χθες το βράδυ. Δεν ήταν η πρόθεσή μου. Ήμουν απότομος και δεν έπρεπε να σε αγγίξω καν.»

Η Θεοφανώ έμεινε για λίγο σιωπηλή, προσπαθώντας να διαβάσει την έκφρασή του. Τα μάτια του είχαν μια ειλικρίνεια που την άγγιξε. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο Αντρέι έβγαλε από πίσω του ένα μικρό άνθος, ένα κατακόκκινο κυκλάμινο, και της το πρόσφερε. «Το έκοψα στον δρόμο. Σκέφτηκα πως θα σου άρεσε.»

Η Θεοφανώ πήρε το λουλούδι στα χέρια της, νιώθοντας την καρδιά της να ζεσταίνεται από την απλή αυτή κίνηση. «Είναι πολύ όμορφο.» ψιθύρισε, κοιτάζοντας τα τόσο ζωντανά πέταλα. «Δεν χρειάζεται να απολογείσαι.» του είπε, κοιτάζοντάς τον ξανά στα μάτια. «Δεν έπρεπε να μιλήσω.»

Ο Αντρέι σιώπησε για μια στιγμή, τα χέρια του χαλαρά στο πλευρό του. Το βλέμμα του ήταν πιο ήρεμο τώρα και η Θεοφανώ αισθάνθηκε πως αυτό ήταν μια ευκαιρία, μια στιγμή όπου θα μπορούσε να μοιραστεί την αλήθεια της.

Έσφιξε το κυκλάμινο στο χέρι της, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Υπάρχουν κι άλλα, που ίσως πρέπει να ξέρεις για μένα...» ξεκίνησε να λέει, οι λέξεις κυλούσαν αργά, σαν να τις ζύγισε πριν τις πει.

Του αποκάλυψε ολάκερη την αλήθεια της. Ο Αντρέι, που στην αρχή την άκουγε προσεκτικά, άρχισε σταδιακά να δείχνει έκπληκτος, τα μάτια του να σκοτεινιάζουν από μια αίσθηση δυσπιστίας, να στρογγυλευουν.

«Τι λες Θεοφανώ;» ψιθύρισε τελικά, η φωνή του ραγισμένη από την δυσπιστία. Έκανε βήματα πίσω, μακριά της, σαν να ήθελε να ξεφύγει από όλα 'κείνα που μόλις είχε ακούσει. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές, η σύγχυση πάλευε να πάρουν τον έλεγχο.

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now