IV

197 12 4
                                    

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ένιωσε την απαλή υφή του σεντονιού γύρω της, θυμίζοντάς της την προηγούμενη νύχτα και την αίσθηση του Αντρέι να την κρατάει στην αγκαλιά του σφιχτά. Σηκώθηκε ελαφρώς, αναζητώντας την παρουσία του, αλλά η κάμαρη ήταν ακούνητη και άδεια.

Ένα μικρό κύμα ανησυχίας τη διαπέρασε. Αφού πέρασε λίγα λεπτά με τις σκέψεις της να τρέχουν, άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Το μαλακό τρίξιμο της πόρτας την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της, κι ο Αντρέι εμφανίστηκε κρατώντας έναν δίσκο γεμάτο καφέ και φρούτα.

«Καλημέρα, Δεσποσύνη,» είπε με ένα πλατύ χαμόγελο, τα μάτια του να λάμπουν σαν δυό επιπλέον ήλιοι. «Το πρωινό σας είναι έτοιμο.»

Έβαλε τον δίσκο στο κομοδίνο και κάθισε δίπλα της.

«Ελπίζω να πεινάς.» είπε, δείχνοντας τα φρούτα που είχε ο ίδιος κόψει.

Η Θεοφανώ δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ο τρόπος που την κοίταξε, η απλότητα της φροντίδας του, την έλιωσε. «Ευχαριστώ.» του είπε. «Δεν χρειάζονταν όλα αυτά.» του είπε κρατώντας το σεντόνι κοντά της για να φτάσει μια ρώγα σταφύλι.

Καθώς άρχισε να τρώει, η ατμόσφαιρα γύρω τους γέμισε με την αίσθηση της οικειότητας που ένιωθε τοσον καιρό μαζί του, μα τώρα ακόμη πιο πολύ. Εκείνος την παρακολουθούσε στενά, με δίψα. Εκείνη τέντωσε τα δαχτυλα της και του πρόσφερε κι εκείνου. Αλλά την επόμενη φορά που τεντώθηκε, απλώς τον τράβηξε επάνω της και τον φίλησε.

«Πως είσαι σήμερα;» την ρώτησε ώρα μετά.

«Καλύτερα από ποτέ.» αποκρίθηκε.


Η Θεοφανώ ετοίμασε το μεσημεριανό γεύμα στην κουζίνα, φτιάχνοντας και λίγο ψωμί με το σιτάρι που είχε μείνει από χθες. Ο Αντρέι και ο Μπακού είχαν καθίσει ήδη, μιλώντας ένα μείγμα της ξενικής γλώσσας που μιλούσαν καμία φορά μαζί με Ελληνικά, όταν η Θεοφανώ μπήκε στο δωμάτιο με τα πιάτα. Ο Αντρέι την κοίταξε με ένα φωτεινό χαμόγελο. «Θεοφανώ, έλα να φας μαζί μας.» της είπε, απρόσμενα.

Αλλά εκείνη, με το βλέμμα της να στρέφεται στον Μπακού, ένιωσε μια εσωτερική αναστάτωση. «Ευχαριστώ, αλλά... δεν νομίζω ότι είναι σωστό.» απάντησε, θυμίζοντας στον εαυτό της τη θέση της στο σπίτι. Ήταν η υπηρεσία.

Ο Αντρέι αντέτεινε, με τον τόνο του να έχει μια ελαφριά πρόκληση. «Σωστό δεν είναι να τρως μόνη σου στην κουζίνα.»

Ο Μπακού, παρατηρώντας την αμηχανία της, έγειρε προς τα εμπρός. «Φαε μαζί μας, Θεοφανώ.» είπε ζεστά.

Το αρχοντικό Where stories live. Discover now