Η Θεοφανώ ξύπνησε με ένα πόνο που διαπερνούσε το σώμα της, θυμίζοντάς της τις πληγές και την εξάντληση που ακόμα δεν είχαν υποχωρήσει. Κάθε κίνηση ήταν δύσκολη, αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να παραμείνει στο κρεβάτι. Η συμφωνία της με τον Αντρέι τη βάραινε, παρόλο που εκείνος της είχε ζητήσει πρωτίστως να ξεκουραστεί. Κι έτσι, παρά τον πόνο, σηκώθηκε αποφασισμένη να ξεκινήσει τις δουλειές της.Φορώντας ακόμα τα ρούχα του, το μεγάλο λευκό πουκάμισο και το παντελόνι που της ήταν φαρδύ, ξεκίνησε.
Ξεκίνησε με τα πιο βασικά καθήκοντα: να ετοιμάσει το φαγητό, να καθαρίσει τον χώρο και να φροντίσει για τις προμήθειες. Έπλυνε τα πιατικά από το προηγούμενο βράδυ, γέμισε το βαρέλι με φρέσκο νερό από το πηγάδι ακριβώς απέξω και έσκουπισε το πάτωμα της κουζίνας. Το σώμα της ακόμα αντιδρούσε στον κόπο, αλλά η Θεοφανώ ήταν πεισματάρα, προσπαθώντας να αποδείξει στον εαυτό της ότι μπορούσε να τα καταφέρει.
Αφού τελείωσε στην κουζίνα, συνέχισε στις άλλες δουλειές του σπιτιού. Σκούπισε το ξύλινο πάτωμα, σκούπισε τη σκόνη από τα έπιπλα και φρόντισε τα παράθυρα να είναι καθαρά. Όλα ήταν ακόμα αρκετά επώδυνα, και κάθε τόσο έπρεπε να σταματήσει για να πάρει μια βαθιά ανάσα και να καταπολεμήσει τον πόνο.
Όσο δούλευε, το αρχοντικό παρέμενε ήσυχο. Οι ώρες περνούσαν αργά, αλλά η Θεοφανώ δεν σταμάτησε. Οι σκέψεις της περιπλανιούνταν, αλλά η συγκέντρωσή της ήταν σταθερά στις δουλειές της, προσπαθώντας να διατηρήσει ένα ρυθμό που θα την κράταγε απασχολημένη και μακριά από τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
Αργά το μεσημέρι, όταν η κούραση άρχισε να βαραίνει πάνω της ακόμα περισσότερο, άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ο Αντρέι είχε επιστρέψει. Τον κοίταξε καθώς μπήκε στην κουζίνα, η σκιά του να γεμίζει την πόρτα, και εκείνος την κοίταξε με ένα βλέμμα που φανέρωνε μια αίσθηση θαυμασμού.
«Ξεκίνησες νωρίς,» είπε απαλά, με τη φωνή του να έχει έναν τόνο ανησυχίας καθώς παρατήρησε την κόπωση στο πρόσωπό της. «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τόσα, Θεοφανώ.» της θύμωσε.
Η Θεοφανώ χαμογέλασε ελαφρά. «Έπρεπε να αρχίσω να κάνω αυτό που μου αναλογεί,» απάντησε.
Εκείνος έγνεψε, και το βλέμμα του μαλάκωσε. «Καταλαβαίνω. Αλλά χρειάζεσαι ξεκούραση. Δεν θέλω να σε βλέπω να εξαντλείσαι έτσι. Δεν είναι ανάγκη να κάνεις τα πάντα μόνη σου.»
«Ετοίμασα φαγητο. Να σας βαλω;» τον ρώτησε.
«Να μου βάλεις αφού φορέσεις τα ρούχα σου. Να, πάρε.» ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μια κούτα.
YOU ARE READING
Το αρχοντικό
FanfictionΗ Θεοφανώ το σκάει κι εκείνος τη βρίσκει. Ο Αντρέι αντί για να μένει στους Λασκαραιους, κατέληξε έμπιστος του Δραγουμάνου.