IX

176 8 1
                                    

Η Θεοφανώ περπατούσε δίπλα στη θάλασσα με ένα χαμόγελο που έμοιαζε να απλώνεται σαν ήλιος στο πρόσωπό της. Η μέρα ήταν φωτεινή, με τον ουρανό να απλώνεται καθαρός και γαλάζιος, καθρεφτίζοντας την ψυχή της που ήταν πια ελαφριά και χαρούμενη. Τα πόδια της άγγιζαν τη ζεστή άμμο, κάθε βήμα της σαν χορός πάνω στη γη. Τα μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της, σαν χρυσαφένια κύματα που χόρευαν στο ρυθμό της αλμυρές. Ήταν τόσο νέα, τόσο γεμάτη ζωή εκείνη τη στιγμή, σαν να είχε ξαναγεννηθεί από την αγάπη που την έδενε με 'κείνον.

Δίπλα της, ο άντρας της περπατούσε σιωπηλός, παρατηρώντας την με ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. Το βάρος των προηγούμενων ημερών είχε αρχίσει να υποχωρεί από τους ώμους του, και το χαμόγελο της γινόταν το φως που φώτιζε την καρδιά του. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε τόσο απελευθερωμένη, τόσο ελεύθερη. Ήταν υπέροχη, γεμάτη χαρά και ζωντάνια. Θα ήθελε να την έβλεπε πάντα έτσι. Να της πρόσφερε αυτήν την ευτυχία περισσότερο από κάθε δυστυχία.

Ήταν παντρεμένοι λίγους μήνες και οι περισσότεροι ήταν βουτηγμένοι στην θλίψη.

Τι αδικία.

Γύρισε προς αυτόν, τα μάτια της γιομάτα αγάπη. «Αντρέι, δεν είναι υπέροχη μέρα; Η θάλασσα, ο αέρας· εσυ!» είπε, η φωνή της ανάλαφρη, γεμάτη ζεστασιά.

Εκείνος της γέλασε, ένα γέλιο που της θύμισε τι σήμαινε ευφορία. Εκείνος· εκείνος που την έσωσε από την ίδια της τη μαύρη τη μοίρα. «Εσύ είσαι το υπέροχο, Θεοφανώ. Η χαρά σου.» της απάντησε, τα λόγια του μαλακά, γεμάτα αίσθημα.

Η Θεοφανώ γέλασε κι εκείνη, μια ειλικρινής, γλυκιά μελωδία που χάιδεψε τα κύματα της θάλασσας. Χωρίς να το σκεφτεί, έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε προς την ακτή, τα βήματά της γρήγορα και παιχνιδιάρικα, σαν παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο ξανά. Ο Αντρέι άφησε να τον παρασύρει, χαμογελώντας κι εκείνος με την αφέλεια και την ελευθερία που εκείνη εξέπεμπε.

«Πρόσεχε, θα πέσουμε μέσα!» φώναξε, αλλά η φωνή του είχε χάσει τη σοβαρότητα που συνήθιζε, παρασυρόμενος κι αυτός από την στιγμή.

Εκείνη δεν σταμάτησε. Αντίθετα, έτρεξε ακόμα πιο γρήγορα, ώσπου τα κύματα άγγιξαν τα πόδια τους, κρύα και ζωντανά, ξεπλένοντας κάθε υπόλειμμα φόβου και πόνου. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο παιχνίδι με τα κύματα, με τα γέλια τους να αντηχούν στην παραλία, όλα τα βάσανα του παρελθόντος φάνηκαν να χάνονται. Έστω και στιγμιαία. Γιατί μονάχα για μια στιγμή συνέβη να ξεχάσουν.

Το αρχοντικό حيث تعيش القصص. اكتشف الآن