Η αληθεια που θα αποκαλυφθει

212 15 6
                                    

Είχε πετάξει ώρα το σεντόνι από το σώμα της, ανήσυχη στον ύπνο της. Μόνο το χέρι του Αντρει μπορούσε να δεχτεί πίσω από το κεφάλι της, με τα μαλλιά της να έχουν χυθεί στο στέρνο και στην χούφτα του χεριού του.

Εκείνος κοιμόταν ήρεμος σχεδόν γαλήνιος, με το στόμα του ελάχιστα ανοιχτο θυμίζοντας μικρό παιδι.

Η Θεοφανω δεν μπορούσε να το δει αυτό, ισως να μην το αντιλαμβανόταν καθόλου εξαιτίας του ανήσυχου ύπνου της που την έκανε να έχει μια δυσαρεστημένη έκφραση στο πρόσωπο και το κεφάλι της να γυρνάει μια δεξιά μια αριστερά, έντονα απότομα. Σαν να ήθελε να διώξει μακριά το ονειρο, επειδή εφιάλτη δεν θα μπορούσε να το πει.

Το νεαρό κορίτσι στον ύπνο της ήταν πανέμορφο, σχεδόν μαγικό, με μια λάμψη στα μαύρα μελαγχολικά της ματια που την έκανε να θέλει να απλώσει το χέρι της και να την πιάσει.

Το προσπάθησε, αλλά το κορίτσι γέλασε και ο ήχος ήταν σαν υπέροχα μικρά καμπανάκια στα αυτιά της. Γέλασε και ετρεξε κάνοντας τα σγουρά μαύρα μαλλιά της να ανεμίσουν στο αεράκι.

Η Θεοφανω δεν το ένιωθε. Η Θεοφανω δεν ένιωθε τίποτα πέρα από μπερδεμένη και εντελώς γοητευμένη από την όμορφη μορφή.

Γοητευμένη με τα ματια και το γέλιο που είχε ξαναδεί, είχε ζησει και είχε αγαπήσει στον Αντρει.

«Έλα, Θεοφανω, πιάσε με, πιάσε με», της ειπε γλυκα δίνοντας το χέρι.

Και εκείνη προσπάθησε να το πιάσει. Αλλά η όμορφη κοπέλα πάλι έφυγε μακριά.

Πάλι.

Και πάλι.

Και πάλι.

Και πάλι.

Η Θεοφανω ήθελε να της μιλήσει.

Πολλά ήθελε να της πει το ένιωθε. Μα λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της.

Το κορίτσι ξαφνικά σταμάτησε. Και η Θεοφανω κοκαλωσε λίγα μέτρα μακριά της. Καμία λαχτάρα δεν έκρυβαν πια τα ματια της, κανεναν ενθουσιασμό.

Μόνο φόβο μπορούσε να δει σε αυτά, αγωνία και απογοήτευση.

«Βοήθησε τον Ανδρέα να βρει τον δρόμο του Θεοφανω, μπορείς να το κανεις, ψάξε μέσα σου και βοήθησε τον».

Και η μαγική φωνη ανήσυχη ήταν τωρα, σαν ολόκληρη την παρουσία της.

Η Θεοφανω έκανε ενα απότομο βήμα και την άρπαξε από τα μπρατσα. Αλλά το κορίτσι δεν ταράχτηκε καθόλου. Έμεινε ακίνητο και ανέκφραστο να την κοιτάζει με μια σοφια μεγαλύτερη από την ηλικία που φαινοταν. Με μια αγαπη σχεδόν μητρική.

Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος Where stories live. Discover now