κεφάλαιο 2

3.5K 355 22
                                    


Παντρευτήκαμε λίγο καιρό αργότερα, ένα μεσημέρι του Μάρτη, σε ένα μικρό ξωκλήσι λίγο πιο έξω από την Πάτρα. Παρόν στον γάμο μας ήταν μόνο ένας φίλος του από την δουλειά με την γυναίκα του, που ήταν και ο κουμπάρος μας. Μετά το σύντομο μυστήριο οι τέσσερις μας πήγαμε σε μια ταβέρνα και το γιορτάσαμε. Δεν με ένοιαζε που παντρεύτηκα χωρίς νυφικό και παρανυφάκια, και ό,τι άλλο περιλαμβάνει μια τέτοια ημέρα. Με ένοιαζε που παντρεύτηκα χωρίς τους γονείς μου... με πείραξε, βαθιά μέσα μου ένιωσα μόνη... Ο μόνος άνθρωπος που βρισκόταν δίπλα μου ήταν ο άντρας μου, και έμελε να γίνει και ο εφιάλτης μου.

Έκανα την καρδιά μου πέτρα και άφησα τον εαυτό μου να απολαύσει τις περιποιήσεις του Θοδωρή και την αγάπη που μου έδειχνε εκείνη τη μέρα. Φαινόταν ανάλαφρος και χαρούμενος, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί λίγο καιρό πριν με τους δικούς μου. Εμένα αυτό το σαράκι με έτρωγε... Η στενοχώρια για την αδιαφορία τους και την έλλειψη αγάπης προς την μοναχοκόρη τους με είχε πληγώσει βαθιά. Ήμουν μικρή και ανώριμη... μα ποια έφηβη στην ηλικία που ήμουν εγώ έκλεινε τα μάτια στον έρωτα και έθαβε βαθιά την καρδιά για να μην αγαπάει; Ακολούθησα τον Θοδωρή με κλειστά τα μάτια και τον εμπιστεύτηκα περισσότερο κι από την ίδια μου την οικογένεια.

Νοικιάσαμε σχεδόν αμέσως μια μικρή παλιά μονοκατοικία με μεγάλο κήπο σε μια ήσυχη γειτονιά. Το σπίτι μας ήθελε πολλές επισκευές, τα κουφώματα ήταν παλιά, η ανοιξιάτικη παγωνιά τρύπωνε τα βράδια μέσα, οι τοίχοι ήθελαν βάψιμο και τα έπιπλα που είχαμε ήταν φθαρμένα και αγορασμένα δεύτερο χέρι. Ήταν μικρό, με ένα μόνο υπνοδωμάτιο, μπάνιο, κουζίνα και ένα σαλόνι. Δεν με πείραζε...είχα μεγαλώσει ανάμεσα στα πλούτη μα μου έλειπε η αγάπη...Όταν επιτέλους την βρήκα ήμουν διατεθειμένη να τα θυσιάσω όλα για χάρη της.

Ζήσαμε ευτυχισμένοι δύο χρόνια... Δύο χρόνια όμορφα, ξέγνοιαστα, ερωτευμένοι και χαρούμενοι που κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε μαζί. Φυσικά είχαμε τις εκρήξεις μας σαν κάθε ζευγάρι, μα πάντα καταλήγαμε αγκαλιά το βράδυ κάνοντας έρωτα. Κάθε πρωί ο Θοδωρής πήγαινε στην δουλειά και εγώ έμενα σπίτι, να καθαρίσω να μαγειρέψω, να ετοιμάσω τα πάντα... Μου άρεσε που φρόντιζα τον άντρα μου, μα μου έλειπε και η ζωή που είχα πριν...με τις παρέες μου, τις βόλτες μου, ποτέ όμως δεν παραπονέθηκα... ποτέ. Ήθελα όταν γύριζε εκείνος σπίτι να είμαι και εγώ εκεί, να τον περιποιούμαι, να τον φροντίζω όπως πρέπει... όπως μια γυναίκα μόνο ξέρει. Ούτε κι εκείνος με ήθελε εκτός σπιτιού. Όταν γύριζε σπίτι με ήθελε εκεί, να τον περιμένω, να τον φροντίζω, να του έχω τα πάντα έτοιμα!

Η κραυγήWo Geschichten leben. Entdecke jetzt