κεφάλαιο 16

2.9K 352 27
                                    


"Είσαι καλά;" άκουσα την φωνή της Ελένης να με ρωτά και με τράβηξε απότομα από τις σκέψεις μου. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι "μια χαρά" της απάντησα απαλά και της χαμογέλασα. Κάτω από το έντονο βλέμμα της συγκατοίκου μου, άνοιξα με αργές κινήσεις την τσάντα μου και έβγαλα μερικά από τα ρούχα μου τοποθετώντας τα στα συρτάρια της ντουλάπας. Γρήγορες και κοφτές οι κινήσεις μου που αποδείκνυαν την αμηχανία μου. Πέρασαν λίγα λεπτά, κι εγώ στεκόμουν ακόμη άπραγη πάνω από την άδεια μου πλέον αποσκευή. "Όλα θα πάνε καλά" μου είπε η Ελένη και με ακούμπησε προστατευτικά στον ώμο. Τινάχτηκα στο άγγιγμά της, μα εκείνη δεν τράβηξε το χέρι της, με έσφιξε περισσότερο δίνοντάς μου δύναμη. Ήξερε... ήξερε τον λόγο που τινάχτηκα...ήξερε ότι πλέον δεν ανεχόμουν κανέναν... σχεδόν κανέναν να με ακουμπά... και παρόλο που τα χείλη της μου χαμογελούσαν, τα μάτια της έλεγαν άλλα. "Εδώ όλα φτιάχνουν... όλα διορθώνονται... να ξέρεις είσαι πιο δυνατή από ότι νομίζεις... Εμείς οι γυναίκες είμαστε σκληρά καρύδια!" είπε πιο εύθυμα και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντάς μου το χώρο και τον χρόνο που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή.

Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου... Σκέψεις μαύρες... Δεν ήξερα πως θα επιβίωνα... δεν ήξερα εάν θα τα κατάφερνα μόνη, δεν ήξερα εάν θα μπορούσα ποτέ να ξεπεράσω την πληγή που με συντρόφευε τα τελευταία χρόνια. Σαν τον ναυαγό είχα πιαστεί από τον Δημήτρη και περίμενα την σωτηρία μου. Όμως... δεν ήταν έτσι... μόνη μου έπρεπε να παλέψω με τα φαντάσματα, μόνη έπρεπε να δώσω αυτή τη μάχη... μόνη να τα βγάλω πέρα και να βγω νικήτρια από την δοκιμασία που μου φύλαγε η ζωή.

Κάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα γύρω μου. Ένα μικρό δωμάτιο, μα η ευκαιρία που μου έδινε ήταν τεράστια... Μια ευκαιρία... μια ευκαιρία είχα και δεν έπρεπε να την έχανα... Η ζωή μου μακριά του θα ήταν πολύ καλύτερη, θα μπορούσα να αναπνεύσω και πάλι ελεύθερη, θα μπορούσα να ονειρευτώ... Κάθε φορά που ερχόταν στο μυαλό μου η μορφή του, φόβος με τύλιγε και ανασφάλεια. Δεν ήθελα να τον ξαναδώ, δεν ήξερα πως θα αντιδρούσα, δεν ήξερα πως να προστάτευα τον εαυτό μου από το τέρας που ζούσε μέσα του. Τον μισούσα... τον μισούσα όσο τίποτα άλλο στην ζωή μου μα και τον φοβόμουνα. Ένας φόβος ανεξήγητος, ένας φόβος που με έκανε να ιδρώνω... που έκανε τα γόνατά μου να κόβονται στην θέα του.

Ανάσανα βαθιά, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και πίεσα τον εαυτό μου να σκεφτεί κάτι όμορφο... κάτι που με έκανε να αισθάνομαι ασφάλεια και σιγουριά. Η μορφή του Δημήτρη εμφανίστηκε μπροστά μου... Ένας άγνωστος άνδρας που με βοήθησε όσο κανείς... ένας άγνωστος που διέθεσε τον πολύτιμο χρόνο του ώστε να με βοηθήσει, να με γλιτώσει από το μαρτύριο που ζούσα τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή που οι ίδιοι μου οι γονείς με έκαναν πέρα... Το αίμα μου, οι συγγενείς μου... Δεν θα το ξεχνούσα ποτέ. Όσο ζούσα δεν θα τους το συγχωρούσα...

Η κραυγήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora