κεφάλαιο 24

2.6K 314 26
                                    



"Χαρά!" η φωνή του σαν τραγούδι ακούστηκε δίπλα στο αυτί μου. Μουρμούρισα κάτι ακαταλαβίστικο μέσα στον ύπνο μου και τον άκουσα να γελάει σιγανά. "Ξύπνα υπναρού!" μου είπε και ένιωσα τα χέρια του να με τυλίγουν. Γύρισα προς την πλευρά του κι ένα πλατύ χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του. Πως γίνεται ολόκληρη η αγάπη να κρύβεται σε ένα πρόσωπο, στο χαμόγελο ενός ανθρώπου; "Με κάλεσαν στο νοσοκομείο, κάποιο ατύχημα έγινε" μου ψιθύρισε και τα χείλη του άφηναν μικρά φιλιά στην άκρη του λαιμού μου. "Δυστυχώς πρέπει να πάω μωρό μου... μα θα προσπαθήσω να μην αργήσω πολύ το βράδυ" συνέχισε εκείνος κι εγώ κρυφογελούσα ευτυχισμένη.

Όταν έφευγε από το σπίτι ένιωθα πως άδειαζε η αγκαλιά μου. Τον αποζητούσα κάθε λεπτό λες και από εκείνον καθοριζόταν η ζωή μου. Μα δεν ήταν ψέματα! Μόνο δίπλα στον Δημήτρη ένιωθα ασφάλεια, αφού τις περισσότερες φορές δεν εμπιστευόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Όταν έμενα μόνη έκανα μαύρες σκέψεις. Το αγρίμι μέσα μου έβγαζε τα νύχια του και ξέσκιζε αργά και σταθερά τον άντρα που μου στέρησε την ζωή. Έβλεπα το αίμα να τρέχει απο τις δικές του πληγές και εμένα σε μια γωνιά να γλύφω τις δικές μου. Μα δεν ένιωθα πόνο... χαρά ένιωθα. Χαρά που κατάφερνα να πληγώσω εκείνον τον άνδρα, ικανοποίηση που έβλεπα τον πόνο να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του. Τον μισούσα με όλο μου το είναι... μα πώς όμως γινόταν την ίδια στιγμή να τον φοβάμαι κιόλας; Πως σε κάθε σκέψη δική του η καρδιά μου έχανε χτύπους, τα γόνατά μου λύγιζαν, και οι παλάμες μου ίδρωναν; Το ίδιο αγρίμι που του ξέσκιζε τις σάρκες, κουλουριαζόταν σε μια άκρη τρέμοντας απο φόβο. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε... είχα αρχίσει να γίνομαι παράλογη; είχα αρχίσει να τα χάνω; Γι' αυτό δεν ήθελα να μένω μόνη ούτε λεπτό. Γιατί η ισορροπία μου διαταρασσόταν και το κουβάρι μέσα μου μεγάλωνε και μεγάλωνε...

Ο ήλιος όμως ξαναέλαμψε στην ζωή μου. Άνοιγα τα μάτια και τον κοίταγα μέχρι που δάκρυζα από το έντονο φως. Ένιωθα λες και τόσα χρόνια ζούσα σε έναν υπόνομο, μέσα στην βρομιά, την εξαθλίωση, και μέσα στο σκοτάδι. Ξαναβρήκα το χαμόγελό μου, την ανάσα μου, τον εαυτό μου. Άγγιζα την ευτυχία δίπλα στον Δημήτρη, ναι τολμούσα πλέον να το πω και να το φωνάξω... Το άξιζα, ναι το άξιζα και εκείνος με έβαλε να το υποσχεθώ στον εαυτό μου, ότι ποτέ- ποτέ ξανά δεν θα το ξαναπερνούσα όλο αυτό.

Σταμάτησα να με λυπάμαι, και τάιζα την καρδιά και την ψυχή μου αγάπη για τον άνδρα που μου έδωσε πνοή ζωής, και μίσος για τον άνδρα που μου την έκλεψε. Για τους γονείς μου δεν ένιωθα τίποτα. Νόμιζα ότι τους είχα θάψει τόσο βαθιά μέσα μου, που πια ξεχνούσα σχεδόν και την μορφή τους. Δεν θα αρνηθώ ότι το αγκάθι αυτό με πλήγωνε απελπιστικά πολύ. Μάτωνε κάθε φορά που τους έφερνα στο μυαλό μου, μα γρήγορα ο πόνος μετατρεπόταν σε μίσος και οργή όταν θυμόμουν την αντιμετώπισή τους όταν στράφηκα σε εκείνους για βοήθεια. Εάν με δεχόταν.. εάν δεν μου έκλειναν την πόρτα... δεν θα χρειαζόταν εκείνο το βράδυ να γύριζα πίσω, δεν θα χρειαζόταν να αντιμετώπιζα τον Θοδωρή, δεν θα σκότωνε το παιδί μου... Εάν... εαν... δεν ... δεν... Λόγια κούφια και περιττές εικασίες... Κάθε μέρα ήταν μια καινούρια ανάσα για μένα, μα η καρδιά μου πάντα θα μάτωνε για την αθώα ψυχή που χάθηκε τόσο νωρίς.

Ο καιρός περνούσε κι εγώ άνθιζα καθημερινά, κι ας ήταν τα βράδια μου δύσκολα. Ξυπνούσα πολλές φορές μέσα στην νύχτα από τους εφιάλτες μου μα δίπλα μου υπήρχαν χέρια που με παρηγορούσαν, χέρια που με χάιδευαν με στοργή και αγάπη, μέχρι που καταλάγιαζε ο πόνος.

Ώσπου ένα πρωί ήρθε η σκοτεινιά και μου χτύπησε την πόρτα. Και γω της άνοιξα, νομίζοντας πως ήτανε ο ήλιος μου... Της άνοιξα και την άφησα να μπει στο σπίτι και στην ψυχή μου...

Στην θέα τους κόπηκαν τα γόνατά μου, και η αναπνοή μου δυσκολεύτηκε να βγει Οι γονείς μου στεκόταν μπροστά μου, στο σπίτι του Δημήτρη. "Δεν θα μας καλέσεις μέσα;" η αυστηρή φωνή του πατέρα μου έφτασε στα αυτιά μου και εγώ σαν άβουλο ον έκανα στο πλάι και τους άφησα να περάσουν. Το αγρίμι μέσα μου ζάρωσε στην άκρη και κουλουριάστηκε σαν μωρό, ακίνητο, σχεδόν αόρατο. "Τι κάνετε εδώ;" κατάφερα να ψελλίσω άχρωμα κι ένιωθα τον ιδρώτα να κυλά στην πλάτη μου. Η μάνα μου έβηξε ξερά, και ανακάθισε στην καρέκλα που κάθισε με περίσσια άνεση. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να σκανάρει τον χώρο γύρω της, κι έστρεψα το βλέμμα στον πατέρα μου μόνο όταν τον άκουσα να μιλάει. "Είχαμε μια επίσκεψη πριν λίγες ημέρες" είπε ξερά και τα μάτια του δεν άφηναν λεπτό τα δικά μου. "Ο Θοδωρής" συνέχισε και σταμάτησε απότομα. Ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν, ενώ ήμουν σίγουρη οτι χάθηκε το χρώμα απο το πρόσωπό μου. "Το παλικάρι μας είπε ότι έλαβε κάτι χαρ....". Το παλικάρι; Το παλικάρι; εκείνη η λέξη καρφώθηκε στα αυτιά μου και δεν έλεγε με τίποτα να βγει. Δεν άκουσα κουβέντα από ότι συνέχισε να λέει. Από πότε ο αλήτης έγινε παλικάρι;

"Χαρά!" η αυστηρή φωνή του με επανέφερε απότομα. "Επαναλαμβάνω γιατί προφανώς δεν με προσέχεις!" μου τόνισε με ύφος δυσαρεστημένο. "Ο Θοδωρής ήρθε σπίτι. Μας είπε ότι του έστειλες χαρτιά διαζυγίου" έκανε μια παύση εκεί και με κοίταξε εξεταστικά. "Δεν τα υπογράφει" συνέχισε και οι λέξεις κοφτερές καρφώθηκαν σαν μαχαίρια στο κορμί μου. "Μας διαβεβαίωσε ότι σε αγαπάει, ότι θα παραβλέψει το γεγονός ότι... ζεις αλλού τώρα, και ότι μετάνιωσε για όσα προηγήθηκαν μεταξύ σας". Θεέ μου δεν το πίστευα...

Είχα αρχίσει να μην νιώθω καλά. Το κεφάλι μου το ένιωθα να γυρίζει, και τα πόδια μου να μην με σηκώνουν. Πότε έγιναν σύμμαχοι ενάντια στην δική μου ευτυχια; Πότε αποφάσισαν να με πολεμήσουν όλοι τους; Από μακριά άκουγα την φωνή του πατέρα μου μα υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να καταλάβω τα λόγια του. "Δεν μου αρέσουν τα σκάνδαλα Χαρά. Και το διαζύγιο είναι σκάνδαλο. Καταφέραμε να τα μπαλώσουμε με αυτό το γάμο παρωδία... μα να φτάσεις να χωρίσεις κιόλας... δεν το δέχομαι!" σαν δηλητήριο κυλούσαν τα λόγια του μέσα μου, και το ένιωθα ζεστό... θανατηφόρο...

Η κραυγήOù les histoires vivent. Découvrez maintenant