Σταμάτησα να μετρώ τον χρόνο απο εκείνη την μέρα. Δεν ξέρω πόσο καιρό μου πήρε να συνέλθω, μα στο πρόσωπο του Δημήτρη έβλεπα και πάλι την κατηφόρα μου.
Σε κάθε χτύπημα στην πόρτα πεταγόμουν, σε κάθε σκιά ανατρίχιαζα, όποτε βρισκόμουν στο σκοτάδι έτρεμα σαν το ψάρι. Κατέληξα να φοβάμαι και την σκιά μου... Να μην εμπιστεύομαι ούτε τον εαυτό μου. Έβλεπα την ανησυχία του Δημήτρη να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του, έβλεπα την στενοχώρια να φωλιάζει στα μάτια του. Μου χάριζε την αγάπη του απλόχερα, μα σαν να ένιωθα οτι δεν μου έφτανε. Σαν να ένιωθα οτι ένα μαύρο σύννεφο με πλάκωνε και δεν με άφηνε να ζήσω, μου έκλεβε το οξυγόνο μου, τον ήλιο μου...
"Χαρά!" η φωνή του Δημήτρη ήχησε στο σπίτι, μα δεν απάντησα. Έσφιξα τα γόνατα μέσα στην αγκαλιά μου, και άφησε το βλέμμα μου και πάλι να χαθεί στο μπλε της θάλασσας. Τον ένιωσα δίπλα μου αμέσως μετά. Άφησε μια σιγανή ανάσα και τα χέρια του με κράτησαν απαλά απο τους ώμους. Κάθισε σχεδόν αθόρυβα δίπλα μου και με τράβηξε κοντά του. "Πάλι εδώ κρύβεσαι;" με ρώτησε τρυφερά και τα χείλη του χώθηκαν ανάμεσα στα μαλλιά μου. "Δεν κρύβομαι" του απάντησα ήρεμα χαμογελώντας του αχνά. "Θέλεις να βγούμε απόψε; Να πάμε να φάμε κάπου ήσυχα οι δυο μας;" με ρώτησε με λαχτάρα μα απο τα χείλη μου η λέξη 'όχι' έφυγε χωρίς να το σκεφτώ. Γύρισα αμέσως το βλέμμα μου προς την θάλασσα αποφεύγοντας το δικό του και τον άκουσα να αφήνει μια βαθιά ανάσα. "Πέρασαν εβδομάδες εδώ Χαρά... Κλεισμένη στο σπίτι... Σου υποσχέθηκα οτι θα σε προστατεύσω, εμπιστεύσου με λοιπόν, θέλω να συνεχίσουμε την ζωή μας, κουράστηκα να παλεύω με δαίμονες μόνος μου, κουράστηκα!" τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. "Πάμε!" είπα απότομα και σηκώθηκα απο την θέση μου. Ο Δημήτρης με κοιτούσε στην αρχή με το βλέμμα μου γεμάτο απορία, μα διέκρινα μια σπίθα ελπίδας να τρεμοσβήνει μέσα τους. Μου χαμογέλασε πλατιά, και αφού με αγκάλιασε σφιχτά με άφησε να ετοιμαστώ για την έξοδό μας.
Ανέβαινα τις σκάλες για το δωμάτιό μου και νόμιζα οτι όδευα προς τον δήμιο. Η καρδιά μου βούλιαζε και η ανάσα μου έβγαινε βαριά. Ότι έκανα το έκανα για τον Δημήτρη. Και μόνο γι αυτόν. Υπήρξε ο μόνος άνθρωπος που με στήριξε, ο μόνος άνθρωπος που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για μένα και ήταν ένας ξένος... Ένας ξένος που είδε μέσα μου και αποφάσισε να με σώσει.
Λίγη ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο αυτοκίνητό του και κατευθυνόμασταν προς μια μικρή ταβερνούλα δίπλα στην παραλία. Καθίσαμε κοντά και ένιωσα αμέσως την ζεστασιά του χεριού του στο δικό μου. "Πως σου φαίνεται;" με ρώτησε καθώς γέμιζε με κρασί το ποτήρι μου. Του χαμογέλασα αποφεύγοντας το βλέμμα του, "είναι υπέροχα εδώ" σχολίασα ήρεμα, μα μέσα μου το στομάχι είχε δεθεί κόμπος. Φοβόμουν μην με δει κάποιος γνωστός, έτρεμα μην συναντούσα τα φαντάσματα που με κυνηγούσαν τόσο επίμονα, και δεν άφηνα τον εαυτό μου να δεχτεί την αγάπη και την αφοσίωση που τόσο απλόχερα μου χάριζε ο Δημήτρης.
CITEȘTI
Η κραυγή
DragosteΠως είναι να ζεις σε ένα σπίτι οπου η λεκτική και σωματική βία είναι καθημερινό φαινόμενο; Η ιστορία αυτή είναι της Χαράς...