κεφάλαιο 9

2.8K 332 32
                                    


Έφυγα από το σπίτι μου χωρίς να έχω ιδέα που πήγαινα. Τα βήματα μου άλλοτε γρήγορα, άλλοτε βαριά, με οδηγούσαν στην γειτονιά που μεγάλωσα... Στο σπίτι των γονιών μου...

Είχα χρόνια να τους δω. Από την βραδιά που επέλεξα να φύγω με τον Θοδωρή από το σπίτι μου. Όμως απόψε τα βήματά μου με οδηγούσαν εκεί. Στην φωλιά μου... Στην αγκαλιά της μάνας μου... Ήθελα να την θυμάμαι τρυφερή και γεμάτη αγάπη για την μοναχοκόρη της, παρόλο που αυτό δεν πλησίαζε καν την πραγματικότητα. Η καριέρα των γονιών μου ήταν πάντα πιο σημαντική... είχε πάντα προτεραιότητα...

Δεν θυμάμαι πόση ώρα περπατούσα, μα ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα μου για τα καλά. Φόβος... γιατί η ελπίδα μου ήταν εκείνοι... Από μακριά διέκρινα την αυλόπορτα του σπιτιού μου και τον μεγάλο κήπο. Άνοιξα και μπήκα μέσα αργά. Αναμνήσεις γέμισαν το κεφάλι μου και τα μάτια μου θόλωσαν από τα δάκρυα. Δεν τα άφησα να τρέξουν... δεν είχα την πολυτέλεια να κλάψω πλέον... Με βήμα σταθερό ανέβηκα τα σκαλιά, μα με χέρι που έτρεμε πάτησα το κουδούνι. Ετοιμαζόμουν να χτυπήσω δεύτερη φορά όταν βήματα ακούστηκαν από μέσα. Η καρδιά μου σχεδόν σταμάτησε όταν η πόρτα άνοιξε και από πίσω πρόβαλε η μητέρα μου. Με κοιτούσε με μια έκφραση έκπληξης μα το πρόσωπό της παρέμενε παγωμένο. Ήμουν σίγουρη ότι το βλέμμα της είχε σταθεί στα πρόσφατα χτυπήματα μου, μα πριν προλάβω να μιλήσω η ματιά της χαμήλωσε στην στρογγυλεμένη μου κοιλιά. Άνοιξε το στόμα της μα το έκλεισε χωρίς να βγει κουβέντα. "Μαμά" κατάφερα να ψελλίσω την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου "ποιος είναι Μαρία;" ρώτησε και στάθηκε πίσω από την μητέρα μου. Τα μάτια του άνοιξαν μα γρήγορα στένεψαν και σκοτείνιασαν. Έκαναν την ίδια διαδρομή πάνω μου... πρώτα στα σημάδια στο πρόσωπό μου κι έπειτα στην απόδειξη της εγκυμοσύνης μου.

Δεν μιλούσε κανείς μας... Δεν περίμενα να με κλείσουν στην αγκαλιά τους, μα δεν περίμενα κι αυτή την σιωπή. "Χρειάζομαι βοήθεια" είπα κοιτάζοντας πρώτα τον έναν κι έπειτα τον άλλον. Λες και ήταν συνεννοημένοι, ανασήκωσαν το φρύδι τους και με κοίταξαν αποδοκιμαστικά. Ήμουν σε μειονεκτική θέση... τους είχα ανάγκη... Η σιωπή όμως πάλι είχε χωθεί ανάμεσά μας και ένιωθα να χάνω το κουράγιο μου. "Με χτυπάει..." πρόσθεσα με βλέμμα υγρό ψάχνοντας στα μάτια τους ίχνος συμπόνιας. Συνέχισα όμως να βλέπω την ίδια παγωνιά... και στο βλέμμα και στην καρδιά. "Μαμά... είμαι έγκυος" συνέχισα και πλέον τα δάκρυά μου χάραζαν μονοπάτι στα μάγουλά μου. "Διάλεξες Χαρά... διάλεξες πριν καιρό εκείνον πάνω από τους γονείς σου! Ήξερα ότι ήταν ένα καθίκι, κι όμως έφυγες μαζί του! Τον έβαλες πιο πάνω από εμάς Χαρά!" είπε η μητέρα μου μέσα από τα χείλη της που είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή και ο πατέρας μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η κραυγή μέσα μου πάλευε για άλλη μια φορά να ξεφύγει μα δεν την άφηνα. Πως μπορούσαν;

"Δεν έχουμε κόρη" είπε ξερά ο άγνωστος άνδρας μπροστά μου και μου έκλεισαν απότομα την πόρτα. Έμεινα για λίγα λεπτά να κοιτάω το σκούρο ξύλο μπροστά μου μην πιστεύοντας τι είχε μόλις συμβεί. Οι γονείς μου, μόλις μου είχαν γυρίσει την πλάτη. Με είχαν ξεγράψει από την ζωή τους για τα καλά. Δεν έπρεπε να στραφώ σε εκείνους για βοήθεια, δεν έπρεπε. Τους είχα πληγώσει, μα ετοιμαζόμουν να γίνω μάνα κι εγώ, και αν το παιδί μου έφτανε έτσι στην πόρτα μου, ότι και να είχε συμβεί, δεν θα το έδιωχνα. Εκείνοι πως μπορούσαν τόσο εύκολα να με ξεγράψουν;

Πήρα αργά το δρόμο της επιστροφής. Ποιας επιστροφής; Που; Που μπορούσα να πήγαινα; Που να περνούσα το βράδυ; Που να περνούσα την επόμενη μέρα; Την μεθεπόμενη; Τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα... Δάκρυα που με έκαιγαν περισσότερο στην ψυχή. Το παιδί μου το ένιωθα ανήσυχο μέσα μου και έβαλα τα χέρια μου πάνω στην κοιλιά μου καθησυχάζοντάς το. Θύμωνα με τον εαυτό μου γιατί τα πόδια μου έπαιρναν το μονοπάτι που δεν ήθελε η καρδιά και το μυαλό μου... Τα βήματά μου τα έσερνα γνωρίζοντας πως γύριζα και πάλι στο στόμα του λύκου. Δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Ακουγόταν τόσο λυπηρό... Ο άντρας μου με χτυπούσε, κι εγώ δεν είχα που να στραφώ για βοήθεια... Φίλες δεν είχα, γνωστούς δεν είχα, απομακρύνθηκα από όλους για χάρη του Θοδωρή και τώρα το πλήρωνα ακριβά.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασα σπίτι. Το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο απέξω, και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει επικίνδυνα. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπό μου και ο φόβος φώλιαζε όλο και πιο βαθιά μέσα μου κάθε λεπτό που περνούσε.

Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή, την έσπρωξα απαλά και μπήκα μέσα. Ησυχία επικρατούσε παντού, και όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα και νιώθω δυο δυνατά χέρια να με αρπάζουν από τα μαλλιά. "Που στο διάβολο ήσουν;!" άκουσα την φωνή του και τραβώντας με, με έσυρε σχεδόν μέχρι τον καναπέ. "Θοδωρή μη!" φώναξα μάταια. Τα χαστούκια του έπεφταν ασταμάτητα στο πρόσωπό μου και οι μπουνιές του στο σώμα μου. "Μη Θοδωρή! Σε παρακαλώ!" ούρλιαξα τρομοκρατημένη μα το θηρίο με το οποίο πάλευα ήταν πιο δυνατό... άτρωτο... επικίνδυνο...

Τα δάκρυά μου ανακατεύτηκαν με το αίμα και προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να καλύψω την κοιλιά μου από τα χτυπήματά του. Φερόταν σαν να είχε πάθει αμόκ Το στόμα του με έβριζε με λόγια χυδαία, και προσβολές ασυγχώρητες μα δεν άκουγα τίποτα. Στα αυτιά μου έφτανε μόνο το κλάμα το δικό μου, της ψυχής μου και του αγέννητου παιδιού μου. Ο πόνος ανέβαινε στον λαιμό και με έπνιγε... τα μάτια μου θόλωναν, άνοιγα το στόμα να φωνάξω... προσπαθούσα να μιλήσω, να ζητήσω βοήθεια και δεν τα κατάφερνα. Η χαριστική βολή ήρθε με μια κλοτσιά στην κοιλιά μου. Ο πόνος με έσκισε σαν μαχαίρι και λίγο μετά έχασα τις αισθήσεις μου.



Η κραυγήDove le storie prendono vita. Scoprilo ora