κεφάλαιο 17

2.6K 349 18
                                    


Ο καιρός περνούσε με μια περίεργη ασφάλεια και εγώ σχεδόν απολάμβανα την ηρεμία που μου πρόσφερε το κέντρο κακοποιημένων γυναικών. Η καθημερινότητά μου ήταν τόσο διαφορετική από αυτή που βίωνα μέχρι πρόσφατα. Παρόλ' αυτα το κορμί και το μυαλό μου δεν μπορούσαν να αποβάλουν τον φόβο που ένιωθα. Κοιτούσα πάνω από τον ώμο μου με κάθε ευκαιρία, και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται και να αγωνιά μήπως ο Θοδωρής θύμωνε με κάτι που έκανα, ή με κάτι που έλεγα. Όμως μέσα μου... ήμουν αποφασισμένη να αφήσω το παρελθόν μου πίσω. Η ζωή μου έδινε μια καινούρια ευκαιρία και εγώ ήθελα να την αρπάξω από τα μαλλιά και να σταθώ γερά στα πόδια μου. Προσπαθούσα... αλήθεια προσπαθούσα μα κάθε φορά που περνούσα την πόρτα της ψυχολόγου, το στόμα μου σφράγιζε, ένιωθα ότι την καρδιά μου την έσφιγγε μια μέγκενη, και τον λαιμό μου να τον πνίγει ένα χέρι. Δεν ήξερα το λόγο που μου συνέβαιναν όλα αυτά. Ίσως δεν ήμουν έτοιμη... ίσως περνούσα μια άρνηση... σαν να μην είχε συμβεί τίποτα... σαν όλα να είχαν διαγραφεί από την ζωή μου. Μα όχι... οι ουλές υπήρχαν ακόμα και μου θύμιζαν τα πάντα...

Ήμουν τόσο αποφασισμένη να τα καταφέρω που αγνόησα πολλά σημάδια που ο ίδιος μου ο εαυτός μου έστελνε. Υπερεκτίμησα τις δυνάμεις μου πιστεύοντας ότι αυτός ο αγώνας επιβίωσης ήταν μόνο δικός μου. Ότι η μάχη που είχα μπροστά μου ήταν αποκλειστικά δική μου μα δεν ήταν αλήθεια... Χρειαζόμουν βοήθεια και άργησα πολύ να το παραδεχτώ.

Γιατί τα βράδια... τα βράδια ξυπνούσαν οι δαίμονές μου και με κυρίευαν στο σώμα και στην ψυχή. Οι εφιάλτες μου είχαν γίνει καθημερινότητα πλέον, και έτρεμα την ώρα που έπεφτα για ύπνο. Προσπαθούσα να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά, έκανα άσκοπες βόλτες στους διαδρόμους του κέντρου μα γρήγορα η κούραση με κέρδιζε, έκλεινα τα μάτια και ο δράκος με επισκεπτόταν. Πεταγόμουν στον ύπνο μου, ιδρωμένη, τρέμοντας και με μάτια ορθάνοιχτα κοιτώντας γύρω μου με τρόμο. Μύριζα τον φόβο μου, ένιωθα τον πόνο στο κορμί μου, γευόμουν το αίμα το δικό μου... Η Ελένη πάντα πεταγόταν από το κρεβάτι της ακούγοντας τις φωνές μου και ερχόταν στο δικό μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει. Μου μιλούσε απαλά, με κρατούσε γερά παρόλο που εγώ την απωθούσα, παρόλο που την χτυπούσα και την έσπρωχνα μακριά. Υπομονετικά καθόταν στο πλάι μου μέχρι που η αναπνοή μου έβγαινε και πάλι ήρεμη, μέχρι που το στήθος μου σταματούσε να ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστα, μέχρι που η καρδιά μου σταματούσε να χτυπάει μανιασμένα. Τις πρώτες μέρες άφηνα τα δάκρυα μου να κυλούν αβίαστα στα μάγουλά μου, να μουσκεύουν τα ρούχα μου, μα σιγά σιγά έπεισα τον εαυτό μου να μην κάνω ούτε αυτό. Δάγκωνα τα χείλη και άφηνα τα δάκρυα να μουσκεύουν μόνο την ψυχή μου...

Παρόλο που η συγκάτοικός μου πολλές φορές προσπάθησε με τρόπο να με κάνει να της μιλήσω, δεν κατάφερνα να πω πέρα από μερικές λέξεις "δεν τα πήγαινα καλά με τον άντρα μου". Με κοιτούσε και στο βλέμμα της διέκρινα την απογοήτευση. "Οι εφιάλτες σου σε τρώνε ζωντανή" μου είπε μια μέρα καθώς είχα αρχίσει να κυκλοφορώ σαν ζόμπι μέσα στο κέντρο. Και ήταν αλήθεια... Τα βράδια κοιμόμουν μόνο μερικές ώρες, μα δεν ήταν αρκετές να ξεκουράσουν το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Οι μαύροι κύκλοι είχαν κάνει κατάληψη κάτω από τα μάτια μου, και το σώμα μου είχε χάσει αρκετά κιλά. Το στομάχι μου γινόταν κόμπος μόλις καθόμουν να φάω, και ο μόνος λόγος που έβαζα μερικές μπουκιές στο στόμα μου, ήταν για να αποφύγω το γεμάτο ανησυχία βλέμμα της Ελένης.

"Δεν θα γίνεις ποτέ καλά Χαρά" την άκουσα να μου λέει ένα βράδυ λίγο πριν πέσω για ύπνο. Την κοίταξα απότομα, σχεδόν τρομαγμένη. "Νόμιζα ότι κοιμόσουν" απάντησα σιγανά αγνοώντας το σχόλιό της. Την άκουσα να αναστενάζει δυνατά, καθώς έβγαζα την μπλούζα μου μηχανικά για να φορέσω την νυχτικιά μου. "Φαίνονται τα κόκαλα σου..." σχολίασε απαλά και ανακάθισε στο κρεβάτι της. Ντύθηκα βιαστικά και ξάπλωσα γυρνώντας της την πλάτη μου. "Χαρά..." συνέχισε εκείνη και εγώ ήθελα απλά να κλείσω τα αυτιά μου... ήθελα να έρθει ο ύπνος να με πάρει χωρίς όνειρα, χωρίς εφιάλτες... χωρίς...

"Πρέπει να μιλήσεις σε κάποιον... αυτός ο άνθρωπος σε κατέστρεψε, και τον αφήνεις να το κάνει και τώρα παρόλο που είναι μακριά σου... Σε τρώει τα βράδια... ο φόβος του, έχει πάρει τον έλεγχο της ζωής σου... σε κυρίευσε Χαρά... πέτα τον από πάνω σου..." συνέχισε να μιλάει και η φωνή της καρφωνόταν σαν κοφτερές λεπίδες μέσα μου. Ήθελα να σωπάσει... το μόνο που ήθελα ήταν να σωπάσει... Έκλεισα τα αυτιά μου βάζοντας τις παλάμες μου πάνω τους και έσφιξα τα μάτια μην τυχόν και εμφανιστούν τα δάκρυα που απειλούσαν να ελευθερωθούν. Μέσα μου είχε ξεσπάσει μια φωτιά που με έκαιγε... με έκαιγε και ένιωθα το δέρμα μου να λιώνει, τον πόνο να με πνίγει. "Πέτα τον από πάνω σου Χαρά, διώξε το καθίκι από μέσα σου και θα γίνεις καλά! Πέτα τον στην φωτιά, για να λυτρωθείς! Στην φωτιά που καίει εσένα! Κάρφωσέ του το μαχαίρι που κρατάς Χαρά στην δική του καρδιά... να σταματήσει να χτυπάει, μην το καρφώνεις στην δική σου! Μ' ακούς;" συνέχιζε να φωνάζει ακριβώς από πάνω μου μα εγώ δεν άκουγα... Μόνο τα ουρλιαχτά μου ερχόταν στα αυτιά μου... τα ουρλιαχτά μου καθώς ο δράκος εμφανίστηκε ολοζώντανος μπροστά μου... Τα δόντια του με απειλούσαν, τα νύχια του άφηναν τα σημάδια τους πάνω μου... Ένιωθα πάλι τις πληγές μου να ματώνουν... γευόμουν την μεταλλική γεύση από το αίμα μου μέσα στο στόμα... έβλεπα το αγέννητο παιδί μου μπροστά στα μάτια μου να με κατηγορεί για τον θάνατό του...  Η φωτιά μου με κατάπινε, ο καπνός με έπνιγε... Και ξαφνικά τα ουρλιαχτά μου έγιναν φωνή... κραυγή που δεν αναγνώριζα ούτε η ίδια, και έβγαινε από μέσα μου... μέσα από τα βάθη της ψυχής μου... "Βοήθεια!!!"


Η κραυγήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora