κεφάλαιο 11

2.9K 366 27
                                    


Όταν φτάνεις κοντά στον θάνατο περνάει λένε η ζωή μπροστά από τα μάτια μας... Η δική μου πέρασε... ναι τόσο κοντά έφτασα... Είδα και πάλι το σπίτι μου, τους γονείς μου, την ατέλειωτη μοναξιά στην μεγάλη μονοκατοικία με τον όμορφο κήπο... Δεν έψαχνα την αγάπη... δεν την έψαχνα με βρήκε εκείνη... Στα όμορφα μάτια του Θοδωρή... του νεαρού άντρα που έκλεψε την καρδιά μου από την πρώτη στιγμή που τον είδα μπροστά μου...Με φλέρταρε, με διεκδίκησε, και γω άμαθη και άπειρη, έπεσα στα δίχτυα του χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Τον αγαπούσα... τον αγαπούσα και μαζί του πετούσα στον ουρανό... Κάθε φορά που τον έβλεπα η καρδιά μου άνοιγε και η μορφή του κλειδωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της. Ένιωθα τις πεταλούδες να φτερουγίζουν στο στομάχι μου, και μου έλειπε αβάσταχτα κάθε φορά που χωρίζαμε.

Τα σημάδια τα έβλεπα... τα έβλεπα μα δεν τα αναγνώριζα.. Ο έρωτας είναι τυφλός μα δεν θα πρέπει να μας ξεγελά... Τα μάτια μας και τα αυτιά μας πρέπει να είναι ανοιχτά, γιατί αυτά που κρύβονται μέσα μας γρήγορα θα δραπετεύσουν, γρήγορα θα προσπαθήσουν να μας πνίξουν...

Η ζήλια του... η κτητικότητά του όλα αυτά υπήρχαν μπροστά μου, μα δεν άφηνα τον εαυτό μου να τα πιστέψει, να τα δει, να τα αξιολογήσει. Και ήταν τόσο όμορφα όλα στην αρχή... τόση αγάπη στα μάτια του... στα λόγια του... Τι συνέβη; Τι έφταιξε; Τι τον άλλαξε τον άντρα μου τόσο;

Έρωτας... Έρωτας... έπεσα στον ιστό του και άφησα την αράχνη που τον ύφανε να με κατασπαράζει κάθε μέρα... κάθε μέρα όλο και περισσότερο...Κλείστηκα στον εαυτό μου και άφηνα τις πληγές μου να μεγαλώνουν καθημερινά μέσα μου, φυλάκιζα την κραυγή που προσπαθούσε να δραπετεύσει και δεν την άφηνα να πλησιάσει στην χαραμάδα που κάθε φορά έβρισκε.

Αυτή ήταν η ζωή μου... αυτές οι εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου... Μα δεν την ήθελα... δεν την ήθελα αυτή τη ζωή, να σφίξω τα μάτια μου... να τα σφίξω και να μην τα αφήσω να ανοίξουν ξανά... να μην αντικρίσουν την ασχήμια της δικής μου πραγματικότητας...

Δεν ξέρω μετά από πόση ώρα ξύπνησα, μα όταν με κόπο άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Οι λευκοί τοίχοι, τα σωληνάκια στα χέρια... όλα μαρτυρούσαν πως βρισκόμουν σε ασφαλές χώρο. "Χαρά" άκουσα μια φωνή κοντά μου και έστριψα αργά το κεφάλι προς τα εκεί. Η όρασή μου ήταν θολή και μάλλον τα μάτια μου ήταν πρησμένα γιατί δεν μπορούσα να τα ανοίξω εύκολα. "Με θυμάσαι;" με ρώτησε η γνώριμη αυτή φωνή και προσπάθησα να διακρίνω μέσα στην θολούρα μου ποιος ήταν. "Ο Δημήτρης είμαι" είπε το όνομά του "ο γιατρός που σε είχε εξετάσει τις προηγούμενες φορές..." είπε απαλά και διέκρινα την σιλουέτα του να κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Γύρισα το κεφάλι από την άλλη πλευρά προσπαθώντας να διακρίνω εάν υπήρχε κάποιος άλλος στο δωμάτιο όταν άκουσα και πάλι την φωνή του "δεν είναι εδώ". Κατάλαβε αμέσως ποιον έψαχνα... Αναστέναξα με ανακούφιση και έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να ξεκουραστώ... ήθελα να κλείσω τα πονεμένα μου μάτια και να αφεθώ σε ένα ύπνο χωρίς όνειρα, κενό, ξεκούραστο...

Νομίζω πως και πάλι έπεσα σε λήθαργο, γιατί άκουγα την φωνή του να με καλεί από μακριά. Φως εισέβαλε βίαια στα μάτια μου και τα έσφιξα αφήνοντας ένα μορφασμό πόνου. "Συγνώμη, μα πρέπει να δω εάν έχουν ζημιά τα μάτια σου Χαρά" άκουσα πάλι την φωνή του και άφησα το πονεμένο μου σώμα στα χέρια του.

Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν άκουσα και πάλι την απαλή φωνή του να μου μιλά "Χαρά.. μ' ακούς;". Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου και τον είδα να στέκεται μπροστά μου. Μπορεί να μην έβλεπα καθαρά μα μπορούσα να διακρίνω την ανησυχία στο πρόσωπό του. "Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά για λίγο... ήρθες εδώ με πολλαπλά τραύματα, εξωτερικές εκδορές..." συνέχισε να μιλάει μα δεν τον άκουγα, το κορμί μου το ένιωθα να πονάει, γνώριζα τις πληγές μου, και τις εξωτερικές και τις εσωτερικές... Δεν ήθελα να τις ακούσω από το στόμα κανενός... Τις πληγές του κορμιού και της ψυχής μου τις ήξερα μόνο εγώ... τις ζούσα μόνο εγώ... τις προκαλούσα μόνο εγώ... Προσπάθησα να φέρω το ελεύθερο χέρι μου αργά προς την κοιλιά μου μα το δικό του με σταμάτησε απότομα. "Χαρά! Με ακούς;" με ρώτησε και μπορούσα να διακρίνω την αγωνία στην φωνή του. "Τα τραύματά σου είναι πολλά... Έχεις πλευρό σπασμένο, τα χτυπήματα στην κοιλιακή χώρα..." άφησε ατελείωτη την φράση του και τράβηξα απότομα το χέρι μου από το δικό του φέρνοντας το στην κοιλιά μου... Εκεί που τώρα δεν υπήρχε τίποτα... Πανικός με κατέβαλε... "Λυπάμαι..." τον άκουσα να λέει σιγανά και μου φάνηκε ότι έφτασε στα αυτιά μου ο θόρυβος της καρδιάς μου την στιγμή που έσπαγε σε χίλια κομμάτια...

Το κλάμα μου βουβό... τα δάκρυά μου έσταζαν σαν το αίμα που έτρεχε κάθε φορά από τις πληγές που μου άνοιγε εκείνος. Η κραυγή μέσα μου έψαχνε εκείνη την χαραμάδα... εκείνη την μικρή ρωγμή στην ψυχή μου για να δραπετεύσει. "Χαρά!" άκουσα το όνομά μου πάλι από τα χείλη του και τα χέρια του βρέθηκαν στα δικά μου "ηρέμησε σε παρακαλώ!" είπε δυνατά και τον ένιωσα να με κρατάει γερά στο κρεβάτι. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν είχα έλεγχο των κινήσεων μου..."Ηρέμησε γαμώτο!" φώναξε πάλι, και αμέσως ένιωσα ένα γρήγορο τσίμπημα στο μπράτσο μου.

Η κραυγήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora