Κράτησα τα χαρτιά στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου εφτά μέρες ακριβώς. Ανυπόγραφα. Με την θέση που θα φιλοξενούσε την δική μου υπογραφή κενή, άδεια. Ξυπνούσα το πρωί, ξάπλωνα το βράδυ και τα είχα εκεί, να τα διαβάζω ξανά και ξανά, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου, ότι όταν το χέρι μου θα έπιανε σταθερά το στυλό για βάλω την υπογραφή μου, θα ήταν και το τέλος. Θα ήταν το τέλος της πιο δύσκολης και μισητής εποχής της ζωής μου. Έπρεπε απλά να το πάρω απόφαση. Γιατί όμως γινόταν τόσο δύσκολο; Γιατί πίστευα ότι τίποτα δεν θα τελείωνε με μια μουτζούρα σε ένα κομμάτι χαρτί; Κι όμως.. από κάπου έπρεπε να ξεκινήσω, από κάπου έπρεπε να πάρω δύναμη, κι αν όχι από εκείνο το χαρτί που θα μου έδινε την ελευθερία μου, από που;
Ο Δημήτρης επέστρεψε στην δουλειά σχεδόν ένα μήνα μετά που εγκαταστάθηκα στο σπίτι του. Τις τελευταίες μέρες η διάθεσή του φαινόταν συνεχώς να αλλάζει, και τον έβλεπα να με παρατηρεί όλο και πιο περίεργα κάθε ώρα. Δεν ήξερα τον λόγο αυτής της μεταστροφής, και η αλήθεια ήταν ότι με τρόμαζε. Κάθε αλλαγή με φόβιζε, μου στερούσε την ασφάλεια που τόσο είχα ανάγκη να νιώσω στην ζωή μου. Τις πρώτες μέρες πίστευα ότι ίσως υπήρχε κάποια δύσκολη περίπτωση στο νοσοκομείο, κάποιες αναποδιές στην δουλειά του. Ώσπου ένα πρωινό, ο ίδιος έδωσε απάντηση στην απορία μου.
"Χαρά" με φώναξε κάνοντάς μου νόημα να καθίσω κοντά του. Οι γωνίες του προσώπου του φαινόταν τραβηγμένες και τα μάτια του πρώτη φορά με κοιτούσαν τόσο σκοτεινά. Αυτόματα μέσα μου σήμανε συναγερμός. Οι παλάμες μου άρχισαν να ιδρώνουν, και ήμουν σίγουρη ότι το χρώμα είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό μου. Πισωπάτησα φοβισμένη και με κατεβασμένο το κεφάλι απέφευγα να τον κοιτάξω.
"Τι στο καλό βρε Χαρά; Τι έπαθες μωρό μου;" άκουσα πρώτα την φωνή του κι έπειτα ένιωσα τα χέρια του να με αγκαλιάζουν. Το κορμί μου μονομιάς έγινε σαν πέτρα, κι άρχισα να τρέμω σαν φύλλο. Το ένιωσε... το ένιωσε αμέσως, και με βιαστικές κινήσεις τα χέρια του μου ανασήκωσαν το κεφάλι και έψαξε για το βλέμμα μου. "Χαρά!" είπε δυνατά ταρακουνώντας με ελαφρά. "Χαρά!" άκουσα το όνομά μου άλλη μια φορά, και πήρα ξαφνικά ανάσα. "Τι έγινε μωρό μου... τι στο καλό συνέβη;" με ρώτησε επίμονα και με παρέσυρε στον καναπέ. Δεν με άφησε ούτε λεπτό. Τα χέρια του προστατευτικά βρισκόταν γύρω μου, λες και φοβόταν... λες και φοβόταν μην εξαφανιστώ από εκεί.
"Κοίτα με..." μου είπε επιτακτικά, και σήκωσα δειλά το βλέμμα. Ήταν ο Δημήτρης... ήταν ο Δημήτρης, με τα μάτια που λαμπύριζαν από ηρεμία και αγάπη... ήταν εκείνος που ήξερα, και όχι κάποιος άγνωστος που πήρε την θέση του. Έβαλα τα χέρια αργά γύρω του και τον έσφιξα πάνω μου. Το κεφάλι μου ακούμπησε στο στήθος του, ενώ τα χέρια του με χάιδευαν απαλά στην πλάτη. "Με τρόμαξες χαζό" είπε σιγανά φιλώντας με στα μαλλιά. "Μην μου ξανακάνεις κάτι τέτοιο... Δεν αλλάζω... εγώ είμαι Χαρά, δεν αλλάζω, δεν γίνομαι τέρας..." συνέχισε αναστενάζοντας βαθιά. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι, μα είχα καιρό να νιώσω τέτοια ασφάλεια. "Γιατί δεν υπογράφεις Χαρά;" με ρώτησε και εύκολα μπορούσα να διακρίνω την πίκρα στην φωνή του. "Γιατί δεν θέλεις να γλιτώσεις από αυτόν; Γιατί τον αφήνεις να σε τυραννάει ακόμα;" με ρωτούσε ψιθυριστά, λες και φοβόταν μήπως με τρομάξει. "Έχεις αισθήματα για εκείνον; Τον αγαπάς; Πες μου μωρό μου... Μην με κρατάς στο σκοτάδι... υποφέρω μαζί σου..." Τα λόγια του καρφώθηκαν βαθιά μέσα μου, μαχαίρι που με έσκιζε στα δύο. Ανασήκωσα το κεφάλι και συνάντησα το φουρτουνιασμένο του βλέμμα. Λύπη, στα μάτια του διάβαζα μόνο λύπη και τίποτα άλλο. Εγώ το έκανα αυτό; Εγώ;
Ξέφυγα απότομα από την αγκαλιά του, κι έτρεξα όσο πιο βιαστικά γινόταν μέσα. Ανέβηκα τρέχοντας την σκάλα για τον πάνω όροφο, κι αγνοώντας τις φωνές του Δημήτρη, μπήκα στο δωμάτιό μου. Άρπαξα τα χαρτιά του διαζυγίου και με μια κίνηση η υπογραφή μου στόλισε επιτέλους το πολύτιμο αυτό έγγραφο.
Όχι! Όχι! Φυσικά και δεν τον αγαπούσα τον τύραννο, φυσικά και δεν είχα καθόλου συναισθήματα για το τέρας, πέρα από μίσος. Αυτό... αυτό φώλιαζε στην καρδιά μου και της έδινε κίνητρο να συνεχίσει. Κοίταξα για άλλη μια φορά το χαρτί κι έφερα το δάκτυλό μου πάνω από την υπογραφή μου. "Τελειώσαμε" ψιθύρισα μα εκείνη την στιγμή η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μπήκε μέσα ο Δημήτρης φανερά αναστατωμένος. "Τι έγινε;" με ρώτησε ασθμαίνοντας βαριά. Σηκώθηκα απότομα και του έτεινα το διαζύγιο. Έριξε τα μάτια πάνω στην υπογραφή μου και απλά μου χαμογέλασε αχνά. Τα πήρε από το χέρι μου αφήνοντάς τα στο πλάι, κι έπειτα με παρέσυρε μέχρι το κρεβάτι. Καθίσαμε δίπλα δίπλα με τα χέρια του περασμένα γύρω μου και το κεφάλι μου ακουμπισμένο στην πλευρά της καρδιάς του. "Σ' ευχαριστώ..." μουρμούρισε απαλά και το χάδι του γινόταν όλο και πιο τρυφερό. "Σ' ευχαριστώ που αρχίζεις να αγαπάς και πάλι τον εαυτό σου..."
ESTÁS LEYENDO
Η κραυγή
RomanceΠως είναι να ζεις σε ένα σπίτι οπου η λεκτική και σωματική βία είναι καθημερινό φαινόμενο; Η ιστορία αυτή είναι της Χαράς...