Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού. Καθόμουν αμέριμνος στον κήπο και κοίταζα τον παππού μου να κλοτσάει μια γάτα η οποία είχε φάει το καναρίνι μας. Να βλέπατε με τι ζήλο την κλότσαγε δεν θα κρατιώσασταν και θα θέλατε να την κλοτσήσετε και εσείς. Έτσι έγινε και με μένα. Σηκώνομαι όρθιος, πάω προς τον παππού μου και αφού βάλαμε στοίχημα αρχίσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο με την γάτα. Κάποια στιγμή και ενώ ήμουν μπροστά με 5-4, ο παππούς μου την αμολάει. Είχε φάει και φασολάδα πιο πριν και όπως ήταν φυσικό εγώ έπεσα κάτω ξερός με αποτέλεσμα το score να γίνει 6-5 υπέρ του παππού μου.
(παππούς) – Πάρτα ρε μαλακισμένο, ποτέ μην τα βάζεις με εμένα.
(εγώ) – Που βρίσκομαι;
(παππούς) – Βρίσκεσαι στον κήπο και μόλις την ρούφηξες, χαχαχαχαχα
Εγώ θύμωσα, μπήκα μέσα στο σπίτι και έβαλα το ρολόι του Ben10 που μου το είχε φέρει πέρυσι ο ίδιος. Τον είχα βοηθήσει να σκοτώσει μια χοντρή αγελάδα που του είχε πάρει το γλειφιτζούρι του και σαν ευχαριστώ μου είχε χαρίσει αυτό το μοναδικό όπλο. Αμέσως μεταμορφώνομαι σε γιγάντια τσουκνίδα και καρφώνομαι με δύναμη στον κ**ο του παππού μου. Ούρλιαξε, παίζει και να του άρεσε λίγο αλλά ύστερα από πολλά βογκητά και καντήλια πέρασε σε αντεπίθεση. Πιάνει μια κάρτα Yu-Gi-Oh και λέει:
(παππούς) – Καλώ τους σκατόγερουυυυυυυς!!!!!
Αμέσως καμιά 50αριά κωλόγεροι ξεπετάγονται από το έδαφος σαν πορδές και αρχίζουν να μου πετάνε χλέπες. Τα σώματα τους γερασμένα και πεσμένα από την ηλικία πήγαιναν πάνω κάτω και τα γεμάτα φλέβες χέρια τους μου δείχνανε τι θα έπαιρνα αν καταφέρναν και με πιάναν. Εγώ έτρεχα γύρο γύρο ώσπου μου ήρθε μια καλή ιδέα. Χωρίς να χάσω καιρό πήρα τηλέφωνο τον Scooby Doo.
(εγώ) – Γαβ γαβ γαβ
(Scooby) – Γαβ γουβ γαβ
(εγώ) – ΓΑΑΑΑΑΒ
Μέσα σε 3 λεπτά εμφανίζεται από το βάθος ο Scooby μαζί με 235 τέρατα και αρχίζουν να πετάνε κατσαρόλες και μπινελίκια στους κωλόγερους. Ο παππούς μου βλέποντας πως η μάχη ήταν χαμένη κάλεσε το κρυφό του όπλο. Μια δόνηση κλόνισε την περιοχή. Τι ήταν αυτό το πράγμα; Ένας φόβος άρχισε να με κυριαρχεί. Είδαμε μια σκιά να πλησιάζει μέσα από το σπίτι. Ακούγετε ένας βρυχηθμός. Και ξαφνικά εκεί που κοιτάμε έντρομοι τη σκιά, το πλάσμα εμφανίζεται. Ακόμα τρέμω ύστερα από τόσο καιρό μόλις σκέφτομαι για αυτό. Μια λέξη μόνο βγήκε από το στόμα μου μόλις το αντίκρισα: <<ΓΙΑΓΙΑ>>
Ναι, καλά καταλάβατε, ήταν η γιαγιά μου η οποία κρατώντας ένα πλάστη ερχόταν προς το μέρος μας. Η λύσσα της ήταν τέτοια που δεν πρόσεξε μπροστά της τα 101 σκυλιά της δαλματίας που εκείνη τη στιγμή περνάγαν τον δρόμο με αποτέλεσμα να γίνουν αλοιφή για κινέζικα εστιατόρια. Χωρίς να το σκεφτούμε αρχίσαμε να τρέχουμε για να σωθούμε. Τότε είδα τον Scooby να τηλεφωνεί κάπου. Σε 2 λεπτά από τον ουρανό εμφανίστηκε ένα ΑΤΙΑ. Μας τράβηξε με την ακτίνα του. Είχαμε σωθεί. Μπροστά μας ακριβώς μας κοίταζε ο Duck Dodgers...