Η ώρα ήταν περασμένη και όλοι ήμασταν κουρασμένοι και πεινούσαμε υπερβολικά. Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και αναγκαστικά έπρεπε να μείνουμε νηστικοί μέχρι το πρωί που θα πηγαίναμε σε μια πόλη για ανεφοδιασμό. Καθόμασταν όλοι σιωπηλοί ώσπου ξαφνικά τον λόγο πήρε ο Jack.
(Jack) - Ρε μπαγλαμά Dodjers.. τώρα που το θυμήθηκα. Τι στον πεούτσο ακριβώς είναι αυτό το διαμάντι και πρέπει να το πάρουμε πίσω;
(Dodjers) - Το διαμάντι ανήκει στην βασίλισσά μας Κλεοπατρινή Καρναβαλού. Έχει πανίσχυρη δύναμη την οποία οι Take my three αν αξιοποιήσουν θα κατακτήσουν ολόκληρο το σύμπαν και θα μας κάνουν όλους δούλους τους. Γι αυτό είναι σημαντικό να το πάρουμε πίσω.
(Jack) - Και γιατί απλά δεν έστελνε έναν στρατό να μπουκάρει μέσα εκεί και να τα κάνει όλα ντεπουτανέ;
(Dodjers) - Αν γίνει πόλεμος και καταστραφεί το διαμάντι, ολόκληρο το σύμπαν θα καταστραφεί. Γι αυτό μας ζήτησαν να πάμε εμείς να το πάρουμε κρυφά χωρίς να δημιουργηθούν εντάσεις.
(Jack) - Εεε ρε πούστη, δηλαδή επειδή μια κωλόγρια είχε 20 βαθμούς μυωπία και της πήραν το διαμάντι, πρέπει τώρα να βγάζουμε στριγκάκια και να τρέχουμε από μιξιάριδες γίγαντες για να το πάρουμε πίσω...Τέλος πάντων πάω για ύπνο γιατί συγχύστηκα. Καληνύχτα.
Έπεσα να κοιμηθώ και εγώ. Το κατάφερα μετά από πολύ ώρα παρόλο που η πείνα και οι κλανιές του Jack δεν με άφηναν να κλείσω μάτι.
Ξυπνήσαμε νωρίς για να προλάβουμε τα μαγαζιά ανοιχτά. Μπαίνοντας στην πόλη πολλοί κάτοικοι μας κοίταζαν με πολύ παράξενο τρόπο. Τους γράψαμε στα παπάρια μας και συνεχίσαμε μέχρι την αγορά. Τότε το είδαμε. Στεκόταν εκεί, αγκαλιά με τον σιδερένιο πάσαλο που τόσο ζεστά και τρυφερά το νανούριζε κάνοντας το γύρω γύρω. Το δέρμα του γυαλιστερό και σκούρο και η μυρωδιά του απίστευτη. Το κοιτούσαμε όλοι με τα σάλια μας να έχουν φτάσει στα παπούτσια. ΓΥΡΟΣ... ψιθυρίσαμε. Δεν κρατηθήκαμε. Τρέξαμε γρήγορα μέσα να παραγγείλουμε σουβλάκια. Τότε μας σταμάτησε ο σουβλατζής. Ήταν ένας σκατόγερος όπως πάντα με ένα μουστάκι μέχρι το πουλί του.
(Σουβλατζής) - Για που το βάλατε μουνάκια;
(Έγω) - Πεινάμε και θέλουμε να παραγγείλουμε κύριε.
(Σουβλατζής) - ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, για να φάει κανείς από το μαγαζί μου πρέπει πρώτα να απαντήσει σε έναν γρίφο.
(Jack) - Αη τελείωνε ρε μπαγλαμά και πεινάμε. Τράβα φέρε 3 πιτόγυρα στον καθένα να τελειώνουμε..
Ο Σουβλατζής ξαφνικά έβγαλε έναν τεράστιο μαλλιαρό δονητή και στρέφοντας τον προς τα εμάς είπε:
(Σουβλατζής) - Κανείς δεν περνάει χωρίς να απαντήσει καριολάκια. Αλλιώς πρέπει να υποστούν τις συνέπειες..
Κοιταχτήκαμε και αποφασίσαμε να βρούμε τον γρίφο. Δεν ήθελε κανένας έναν δονητή στον κώλο του.
(Dodjers) - Εντάξει λοιπόν. Λέγε τον γρίφο..
(Σουβλατζής) - Λοιπόν, να ξέρετε έχετε μόνο μια προσπάθεια. Είναι πολύ δύσκολος.. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;
(Εγώ) - Η γάτα;
(Σουβλατζής) - Λάθος, η μάνα σας.. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ σας την έφερα μουνάκια χαχαχαχαχαχα!!!!!
Το μάτι του Jack γυάλισε. Πιάνει τον σουβλατζή από τα μουστάκια και με μια κλανιά του σπάει όλα τα δόντια. Ο σουβλατζής άρχισε να κλαίει και έφυγε τρέχοντας. Μπήκαμε στο μαγαζί που πλέον ήταν άδειο και φάγαμε ολόκληρο τον γύρο. Αφού αγοράσαμε τα απαραίτητα εφόδια συνεχίσαμε το ταξίδι μας για το κλεμμένο διαμάντι. Κάπως έτσι έκλεισε άλλο ένα ανούσιο κεφάλαιο που το έγραψα χωρίς λόγο. Η συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο..