Η Διαφυγή

249 29 1
                                    

Ο Ντερεκ καθόταν για ακομη μια φορα να ακουει το Πιτερ να φλυαρει ασταμάτητα για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν.Ήταν τοσο χαμένος στις σκέψεις του κανείς που απλα συμφωνούσε σε οτι ελεγε ο Πίτερ.Σκεφτόταν οτι αφου η μητέρα του ειχε αυτον το έλεγχο πανω στους άλλους ισως να μπορούσε και εκεινος να το κάνει.Ίσως να μπορούσε να επηρεάσει τον Πίτερ ωστε να παρει πληροφορίες.

Ντε:Γιατί δεν μου λες πράγματα για την μητέρα μου...θελω να μου πεις την αλήθεια όμως!

Πιτ:Γιατι δεν ήθελε να ξερεις στο ειπα και πριν..

Ο Ντερερ δεν ηξερε πως ακριβώς να το κάνει,μαλλον χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια.Τον ρώτησε ξανά και αυτην την φορά ένιωθε σαν να μπαίνει μεσα στο μυαλό του Πίτερ,αυτήν τη φορά εκείνος απάντησε κανονικά.

Πιτ:Θα μου χάλαγε ολα τα σχέδια αν σου έλεγα.

Ντ:Τι θα σου χάλαγε τα σχέδια..;

Πιτ:Αν σου έλεγα οτι προσπαθώ να σου παρω της δυναμεις και περιμένω την επόμενη πανσέληνο γι'αυτό...

Μολις ο Πιτερ κατάλαβε τι μολις ειχε κανει ο Ντερεκ.Έκλεισε το στόμα του.

Πιτ:Αλλα απο οτι βλεπω δεν χρειάζεσαι τις πληροφορίες μου..

Ντ:Πράγματικα πιστεύεις οτι θα σε αφηνα ετσι απλα να μου πάρεις τις δυνάμεις..;

Πιτ:Οχι θα σε ανάγκαζα αλλα απο οτι φαίνεται ισως να χρειαστεί να το κανω πιο γρήγορα.

Ο Πίτερ επιτέθηκε στο Ντερεκ.Πετώντας τον με δύναμη στον τοίχο.Ο Ντερεκ κατευθείαν αλλαξε δείχνοντας του τους κυνόδοντες του.Η μάχη εξελισσόταν υπέρ του Ντερεκ.

Ντ:Μπορεις απλα να φυγεις χωρις να ξαναγυρίσεις και να μην ξανα μπλέκτεις ποτε στην ζωη μου.Απλα φύγε Πίτερ!

Πιτ:Ίσως να μου δωσεις αυτο που θέλω και μετα να φύγω!

Ντ:Ίσως και όχι!

Ο Ντερεκ γρυλισε στο Πίτερ και εκεινος φάνηκε να φοβάται.Αμέσως σηκώθηκε και έφυγε απο το σπιτι του Ντερεκ.Μετα απο λίγη σκέψη ο Ντερεκ κατάλαβε τι μολις είχε κάνει.Ειχε ασκήσει έλεγχο σε κάποιον.Ειχε μάθει να ελέγχει την δύναμη του.

******

Η Μαλλία ηταν με τους υπόλοιπους αιρετικούς και τους άκουγε να μιλάνε για την επόμενη επίθεση αλλα δεν συμμετείχε στην συζήτηση.Ειχε βαρεθεί να ειναι με την κακη πλευρά,ειδικά μετα απο την συζητηση της με την Λυδία.Ξαφνικά σηκώθηκε και έφυγε απο το δωμάτιο ενημερώνοντας τους οτι θέλει λιγο αέρα.Κατέβηκε λοιπον στον όροφο που κρατούσαν αιχμάλωτο τον Αισακ,ανοιξε την πόρτα τον ειδε να μαζεύετε και μπηκε μεσα.Τον κοίταξε ήταν τρομαγμένος με μια δόση θυμού στο πρόσωπο του.

Αισ:Γιατί δεν με αφήνεται να φύγω..;

Μαλ:Βασικά αυτο ήρθα να κάνω!

Αισ:Ορίστε..;;

Μαλ:Δεν θέλω να κανω οτι μου λενε εντάξει..;;Απλα βοηθάμε να σε λύσω να φύγουμε!

Αισ:Εντάξει...

Ο Αισακ την βοήθησε και τελικά τον έλυσε έφυγαν σιγα σιγά,χωρις φασαρία και με το βγήκαν απο το κτήριο άρχισαν να τρέχουν.

Μαλ:Έχεις καμμία ιδέα για το που να πάμε..;;

Αισ:Ναι θα παμε σπιτι μου,δεν θα μας βρουν εκει...

Μαλ:Ωραία μπορεις να τρέξεις πιο γρήγορα..;;

Σαν απάντηση ο Αισακ εκανε τον ρυθμό του γρήγοροτερο περνώντας την Μαλλία.

******

Η Λυδία εφυγε απο εκει μεσα και μετα απο πολυ καιρο πηγε στο σπίτι που ειχε μαζι με την Αλλισον.Μάζεψε αρκετα απο τα ρούχα της σε μια βαλίτσα και λιγα πράγματα.Πήρε τα κλειδιά της απο το τραπέζι και πήγε στο γκαράζ,είδε μετά απο καιρό το αυτοκίνητο της,ηταν μαυρο.Αυτην τη στιγμή ταίριαζε τελεια με την διάθεση της.Πέταξε μεσα την βαλίτσα,μπηκε στην θεση του οδηγού,εβαλε το κλειδί στην μίζα και ακουσε την μηχανή να βρυχάται.Έβαλε δυνατά την μουσική και πάτησε το γκάζι.Θα ξέφευγε απο εκεί,τουλάχιστον για λιγες μερες μεχρι να καταλαβει ολα αυτα που έμαθε.Θα πήγαινε στο ένα μερος που θα την βοηθούσε να ηρεμήσει,στο σπίτι του παππού της.Ηταν πάντα ο αγαπημένος της.Την έκανε πάντα να γελάει οσο στεναχωρημένη και αν ήταν.Ειχε σχεδόν φτάσει,οταν χτύπησε το κινητό της.Ήταν ο Ντύλαν,δεν ήξερε τι έπρεπε κάνει,δεν ήθελε να του μιλήσει φυσικά.Δεν ειχε κάτι να του πει ετσι και αλλιώς.Ήταν ο μονος που εμπιστεύτηκε αλλα και ο μονος που της κράτησε τοσα πράγματα στο σκοτάδι,δεν μπορούσε να πιστεψει πως ενας τοσο καλος άνθρωπος έκρυβε συνέχεια τοσο σκοτάδι μεσα του,δεν ηταν ο ίδιος οταν ασκούσε μαγεία ακόμα και οταν της έδειξε το καλο στον καπνό ειδε μια αλλαγή στην στάση του λες και προσπαθούσε πολύ για να μην αφήσει οτι κρατάει ελεύθερο,δεν μπορούσε να ζει με τον φοβο του,απορούσε πως εκεινος ζουσε με αυτο το βαρος.Τελικά το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει και η Λυδία ειχε επιτέλους φτασει ειχε εναν περίεργο ενθουσιασμό ειχε να τον δει παρα πολύ καιρό.Χτύπησε την πόρτα και περίμενε να έρθει να της ανοίξει.Όταν όμως η πόρτα άνοιξε δεν είδε τον παππού της.Αυτο που ειδε ηταν σαν ενα θαύμα.

Ειδε την γιαγιά της.

Ολα Μπορουν να ΑλλαξουνWhere stories live. Discover now