Κεφάλαιο 18

4.3K 468 16
                                    


Η πριγκίπισσα Caroline ήταν έτοιμη για να αναχωρήσει στους γονείς της, πρώτη φορά μετά το γάμο της θα επισκεπτόταν το βασίλειο του πατέρα της και ήταν τόσο ευτυχισμένη που θα ξανά έβλεπε τους γονείς της ύστερα από τόσο καιρό. Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες από το συμβάν της φυγής του πρίγκιπα και της Audrey και παρόλο που η κατάσταση πήγαινε να ομαλοποιηθεί η αλήθεια είναι πως δεν είχε ξεχαστεί εντελώς... τουλάχιστον από πλευράς του βασιλιά ο οποίος κρατούσε πέρα για πέρα τυπικές σχέσεις με τον γιο του και τίποτε άλλο. Ο κόμης είχε γυρίσει στο δικό του βασίλειο εδώ και κάποιες μέρες, έμεινε όσο το δυνατόν περισσότερο γινόταν βοηθώντας στις τεταμένες σχέσεις που υπήρχαν στο παλάτι αρχικά... όμως η παραμονή του δεν γινόταν να επιμηκυνθεί ήδη είχε περάσει το όριο της διαμονής του στο παλάτι του θείου του, τον περίμεναν άλλωστε και στο δικό του βασίλειο.

«Είστε έτοιμη μεγαλειοτάτη;» η γλυκιά Larissa την ρώτησε αφού χτύπησε και μπήκε μέσα στο υπνοδωμάτιο.

«Είμαι έτοιμη, κατεβαίνω.» η πριγκίπισσα απάντησε.

«Κάτι που ίσως θα πρέπει να μεταφέρω στην άμαξα κάτω;» συνέχισε η κοπέλα.

«Νομίζω πως όσα χρειάζομαι είναι μέσα στο μπαούλο που κατέβασε ο Robert κάτω...» η πριγκίπισσα παραδέχθηκε «...οπότε, μπορούμε να ξεκινήσουμε.» συνέχισε η πριγκίπισσα.

Βγαίνοντας από το παλάτι ο βασιλιάς στεκόταν στην πύλη και μιλούσε με τον Robert δίνοντας του οδηγίες για το ταξίδι, αλλά και το πόσο προσεκτικός θα έπρεπε να ήταν όσον αφορά την πριγκίπισσα Caroline ως φύλακας της. Ο νεαρός έγνεφε θετικά σε κάθε οδηγία και διαβεβαίωνε τον βασιλιά πως η νύφη του θα έφτανε και θα γυρνούσε ασφαλής... δίχως να την έχει έννοια.

«Έτοιμες;» ρώτησε ο βασιλιάς την πριγκίπισσα, αλλά και την Larissa όταν βρέθηκαν μπροστά του.

«Νομίζω πως είμαστε εντάξει.» σχολίασε η πριγκίπισσα.

«Ωραία τότε... καλό δρόμο να έχετε και χαιρετίσματα στους γονείς σου.» σχολίασε ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας την πριγκίπισσα Caroline με πατρική στοργή.

«Εις το επαναδείν...» η κοπέλα είπε.

«Larissa να την προσέχεις την κυρά σου.» ζήτησε από την κοπέλα.

«Μην ανησυχείς βασιλιά μου, κόρη οφθαλμού θα την έχω...» χαμογελώντας εκείνη του απάντησε.

Η άμαξα κινούσε ανάμεσα στα δάση, τα άλογα κάλπαζαν στον χωματένιο δρόμο... Τα δέντρα κινούνταν αστραπιαία και χάνονταν όταν την θέση τους λάμβαναν άλλα πιο μεγάλα, είτε πιο μικρά. Κάποια ζώα διαγράφονταν ανάμεσα στα πελώρια πεύκα, μερικά ίσως να ήταν άγρια... άλλα πουλιά πετούσαν στον γαλανό ουρανό και χάραζαν την δική τους πορεία.

Ο πρίγκιπας από την άλλη πλευρά όσο οι άλλοι στέκονταν στην αυλή ώσπου να αναχωρήσουν τους παρατηρούσε από το παράθυρο του υπνοδωματίου του... συγκεκριμένα είχε εστιασμένο το βλέμμα του στην πριγκίπισσα και στην κάθε της κίνηση. Μπορεί λίγο νωρίτερα να της είχε ευχηθεί από κοντά καλό ταξίδι, μα χωρίς να καταλάβει πως και γιατί ένιωθε τόσο μεγάλη επιθυμία να την κοιτάζει και να βρίσκεται όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά της γινόταν.

Είχε μετανιώσει για πολλά πράγματα που είχε κάνει... Πρώτα από όλα για τον τρόπο που της είχε φερθεί στην αρχή και ύστερα για το πόσο αφελής είχε αποδειχθεί όσον αφορά την Audrey και τον ψεύτικο έρωτα που του είχε πουλήσει. Είχε πιαστεί τόσο μεγάλο θύμα στα δίχτυα αυτής της γυναίκας αράχνης που μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε κάνει τα πάντα για εκείνη... ακόμη και αν μέσα του οι ανασφάλειες είχαν αρχίσει να γεννιούνται δειλά, δειλά μέσα του.

(... πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)

...and they lived happily ever after #Wattys2016Where stories live. Discover now