Κεφάλαιο 20

4.2K 450 9
                                    


Ο Σεπτέμβρης έφευγε και ο Οκτώβρης ερχόταν... Οι βροχές είχαν πολλαπλασιαστεί και το κρύο επίσης. Ο ήλιος πλέον δεν εμφανιζόταν στον ουρανό, τα πυκνά γκρίζα σύννεφα δεν του το επέτρεπαν πλέον... ήταν εκείνη οι πρωταγωνιστές, η δική του σειρά είχε τελειώσει. Τα άλογα κάλπαζαν στις λάσπες που η βροχή είχε δημιουργήσει στους χωματένιους δρόμους, ορισμένες λακκούβες ανατάραζαν την άμαξα τραντάζοντας και τρομάζοντας ταυτόχρονα την πριγκίπισσα η οποία έντρομη κάθε τόσο άγγιζε την καρδιά της. Φοβόταν την βροχή όπως και τις καταιγίδες... και έτσι όπως το πήγαινε ο καιρός μάλλον μπόρα θα ξεσπούσε. Στην πρώτη αστραπή δίχως να το θέλει στρίγκλισε από τον φόβο της κάνοντας την Larissa να την πλησιάσει, θέλοντας να την καθησυχάσει.

Απότομα η άμαξα σταμάτησε και ο Robert άνοιξε την πόρτα όντας μούσκεμα κοιτώντας τις δύο κοπέλες ερωτηματικά... εστιάζοντας το βλέμμα του πάνω στην πριγκίπισσα για να βεβαιωθεί πως είναι καλά, ήταν άλλωστε η δουλειά που του είχε αναθέσει ο βασιλιάς του. Απορημένος μπήκε μέσα στην καμπίνα σκυφτός κοιτώντας ύστερα την Larissa για να του δώσει μια εξήγηση, δίχως καν να ειπωθεί η ερώτηση... η κοπέλα μίλησε.

«Θα πρέπει να φοβάται τη καταιγίδα...» είπε σαν διαπίστωση το γλυκό κορίτσι... κρατώντας την κυρά του αγκαλιά.

«Είστε καλά πριγκίπισσα Caroline;» αναρωτήθηκε ο Robert απευθύνοντας της τον λόγο...

«Ναι... συγνώμη... συγνώμη που σας τρόμαξα, απλά με τρομάζουν οι αστραπές.» παραδέχθηκε η πριγκίπισσα κάνοντας τους άλλους δύο να γνέψουν κατανοητικά τα κεφάλια τους.

«Σε λίγη ώρα φτάνουμε στο παλάτι, κάντε υπομονή...» ήταν το μόνο που μπορούσε να πει ο Robert προτού βγει από την καμπίνα και πάρει τα σχοινιά στα χέρια του για να ξεκινήσει η άμαξα.

Όσο πήγαινε και οι στάλες της βροχής γίνονταν εντονότερες... εξίσου και οι αστραπές με τα μπουμπουνητά που τις συνόδευαν. Τα άλογα είχαν αφηνιάσει και δεν υπάκουγαν στον Robert, έτρεχαν σαν τρελά ανάμεσα στα δάση για αρχή... ώσπου να βγουν από αυτά και να αρχίσουν να τρέχουν προς εντελώς λανθασμένη πορεία. Η ρόδα της άμαξας έπιασε πάνω σε μια πέτρα η οποία στάθηκε η αιτία ο Robert να πέσει από την θέση του στο έδαφος χτυπώντας βαριά στο κεφάλι... η άμαξα με τις δύο νεαρές κοπέλες μέσα συνέχισε να κινείται και να χτυπάει όπου έβρισκε εμπόδιο με την άλλοτε χαμογελαστή Larissa να έχει χάσει το χαμόγελο της και να κλαίει από τον εφιάλτη που ζούσε μαζί με την πριγκίπισσα. Η νεαρή πριγκίπισσα Caroline, δακρυσμένη άρχισε να προσεύχεται στον Θεό για την σωτηρία τους... όλα συνέβησαν σε κλάσματα δευτερολέπτου για τις δύο κοπέλες οι οποίες έχασαν τις αισθήσεις τους μετά την απότομη σύγκρουση της άμαξας.

Ο βασιλιάς ανήσυχος πήγαινε πάνω-κάτω μέσα στην σάλα. Είχε βραδιάσει και δεν είχαν γυρίσει ακόμη πίσω, αυτό τον είχε αγχώσει πολύ μιας και θα έπρεπε να είχαν γυρίσει από το απόγευμα... και πλέον ήταν βράδυ! Ο πρίγκιπας κατέβηκε γρήγορα την μαρμάρινη σκάλα για να ρωτήσει αν είχαν γυρίσει, μα βλέποντας τον πατέρα του να πηγαινοέρχεται ταραγμένος κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Ακόμη δεν γύρισαν;» τον ρώτησε.

Ο βασιλιάς Edward του έριξε μια ματιά στιγμιαία...

«Αν είχαν γυρίσει δεν θα το είχες καταλάβει;» του απάντησε απότομα.

Οι σχέσεις των δύο αντρών παρέμεναν τεταμένες μεταξύ τους ακόμη και αν είχε περάσει καιρός από το συμβάν... άλλωστε παρόλο την μετάνοια του πρίγκιπα η πράξη ήταν χαραγμένη στο μυαλό του πατέρα του.

«Μήπως κάτι τους έτυχε... Μήπως αντί για σήμερα να ξεκινήσουν αύριο;» αναρωτήθηκε ο πρίγκιπας Arthur.

«Αποκλείεται.» σχολίασε ο βασιλιάς.

«Και τότε τι να συνέβη άραγε;»

«Θες να μυρίσω τα νύχια μου;» ειρωνεύτηκε ο βασιλιάς.

Εξοργισμένος ο πρίγκιπας βγήκε από το παλάτι... άρχισε να κινεί προς την πύλη και να οδηγηθεί στο ποτάμι. Είχε σφάλει, αλλά η συμπεριφορά του πατέρα του ξεπερνούσε τα όρια αναλογιζόταν και ολοένα και περισσότερο θύμωνε. Από την άλλη μέσα του η ανησυχία φούντωνε, γιατί να μην είχαν γυρίσει ακόμη... ένα κακό προαίσθημα γεννιόταν μέσα του, παρόλο που ήθελε να το απωθήσει εκείνο γινόταν εντονότερο ταράζοντας τον.

Στάθηκε μπροστά στο ποτάμι... Η βροχή που έριχνε κατά την διάρκεια της ημέρας είχε λασπώσει το γρασίδι και γεμίσει τις μπότες του με λάσπες, δεν τον ένοιαξε όμως... Νευρικά άρχισε να κινείται πάνω-κάτω στην όχθη του ποταμού με την αγωνία να τρώει ολοένα και περισσότερο όσον αφορά την πριγκίπισσα και την αργοπορία της να γυρίσει. Όλο αυτό το διάστημα που έλειπε ανυπομονούσε να γυρίσει και τώρα είχε ήδη βραδιάσει και εκείνη ήταν άφαντη. Κάτι πήγαινε στραβά και δεν ήξερε τι, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους και βρίσκονταν στο σκοτάδι.

Η μπόρα ξανά ξέσπασε μουσκεύοντας τον από την κορφή έως και τα νύχια... Άρχισε να παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το παλάτι με την ελπίδα πως θα την βρει εκεί, μα όσο πλησίαζε και δεν έβρισκε καμία άμαξα σταθμευμένη στην πύλη τόσο περισσότερο οι ελπίδες του έπεφταν στο κενό!

(Νομίζω ότι σας στεναχώρησα... Εντάξει, υγεία πάνω από όλα!!!

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)

...and they lived happily ever after #Wattys2016Donde viven las historias. Descúbrelo ahora