Κεφάλαιο 19

4.4K 462 17
                                    


Δύο μέρες είχαν περάσει από την άφιξη της πριγκίπισσας Caroline στο βασίλειο του πατέρα της. Όλα θύμιζαν τον παλιό, καλό καιρό όταν δεν ήταν ακόμη παντρεμένη με τον πρίγκιπα Arthur και ζούσε μόνιμα με τους γονείς της... περνούσε άπειρες ώρες κεντώντας και φροντίζοντας τα λουλούδια της τεράστιας αυλής, ενώ τα πρωινά έκανε διάφορες εξορμήσεις στο ποτάμι. Μελαγχολικά αναπολούσε τα παλιά η πριγκίπισσα και ένιωσε τη νοσταλγία να φωλιάζει μέσα της για εκείνες της ξέγνοιαστες μέρες οι οποίες δεν γινόταν να γυρίσουν πίσω... όλα είχαν αλλάξει ριζικά, ακόμη και εκείνη μπορεί να φανεί χαζό ή ανήκουστο ένιωθε όμως αλλαγμένη ακόμη και στο ελάχιστο μέσα της.

Η ζωή πολλές φορές σε αλλάζει δίχως να το καταλάβεις... πρέπει να επιβιώσεις και η μόνη λύση είναι να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου και να σταθείς γερά στα δικά σου πόδια χωρίς κανενός άλλου την βοήθεια γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε παρατήσουν και πόσο μάλλον από τη μια στιγμή στην άλλη πότε θα βρεθείς με τα μούτρα στο έδαφος. Τρανό παράδειγμα ήταν ο πρίγκιπας Arthur ο οποίος είχε ακουμπήσει στα τυφλά όλο του το είναι και πιστεύω στην Audrey... για να καταλάβει στο τέλος πως όλα ήταν ένα καλοφτιαγμένο ψέμα το οποίο είχε καταπιεί αμάσητο! Έπεσε από τα σύννεφα, μα δεν θα έλεγε κανείς πως πληγώθηκε βαθιά... τουλάχιστον όσο πολλοί θα πίστευαν.

Αυτή η έντονη επαναστατική του διάθεση τις τελευταίες μέρες πριν την φυγή τους είχε φύγει από μέσα του, δεν ήταν ίδια με εκείνη που είχε στις αρχές... σιγά, σιγά είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως όλο αυτό που είχε με την Audrey ήταν απλά ένα καπρίτσιο όπως του είχε πει κάποτε ο πατέρας του, αλλά και λίγο πιο πρόσφατα ο κόμης Gabriel. Όταν άρχισαν να βλέπονται πιο ερωτικά οι δυο τους εκείνος βρισκόταν σε μια διαμάχη μέσα του στο να ανακαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό, δεν ήταν δα στην εφηβεία... ήταν ας πούμε άνδρας μόλις δέκα εννιά ετών ο οποίος ήθελε να πάει κόντρα στον πατέρα του και η Audrey του δόθηκε από μόνη της δίχως εκείνος καν να την πλησιάσει και να την κυνηγήσει όπως συνήθως οι κοπέλες της εποχής έκαναν. Δεν του έκανε εντύπωση που ανταποκρίθηκε με μιας, θεώρησε πως πάντα ήταν ερωτευμένη μαζί του... όπως του είχε υποστηρίξει άλλωστε. Και έτσι σιγά, σιγά οι μέρες τους έγιναν μήνες και οι μήνες δύο ολόκληρα χρόνια τα οποία ναι μεν έμοιαζαν αγάπες και λουλούδια μεταξύ τους, αλλά από πίσω έκρυβαν και έντονους τσακωμούς μεταξύ τους μιας και πολλές φορές εκείνη τον είχε πιέσει με τελεσίγραφα για την σχέση τους...

Ο πρίγκιπας στεκόταν στην άκρη του ποταμιού και έκανε μια ανασκόπηση στην ζωή του... Ήταν είκοσι ένα και δεν είχε καταφέρει τίποτα το ιδιαίτερο, παρά μόνο να σπιλώσει και να διασύρει την φήμη του σε όλο το βασίλειο από την χαζή του πράξη... μα ήταν αργά για να το αλλάξει αυτό, είχε ήδη συμβεί! Ήταν σαν ένα καμένο χαρτί που είχαν απομείνει οι στάχτες του, δεν γινόταν να ξανά γυρίσει στην αρχική του μορφή... ήταν καταδικασμένος. Δεν του άξιζε το βασίλειο, δεν του άξιζε να είναι γιος του βασιλιά, ούτε και μια σύζυγος σαν την πριγκίπισσα...

Σηκώθηκε θυμωμένος από την άκρη του ποταμιού και ούρλιαξε οργισμένος τραβώντας τις καστανές μπούκλες του... Δεν είχε θέση ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ήταν τόσο διαφορετικοί από αυτόν που η παρουσία του μόνο κακό θα τους έκανε και τίποτα καλό. Στη συνειδητοποίηση και μόνο ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται από κάτι πρωτόγνωρο, το έλεγες και πόνο, είτε θλίψη στην διαπίστωση πως ήταν περιττός... ένα παράσιτο ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι είχαν να προσφέρουν πολλά σε αντίθεση με εκείνον.

Η πριγκίπισσα Caroline μαζί με την Larissa περπατούσαν στον κήπο για να περιποιηθούν τα αγαπημένα λουλούδια της πρώτης η οποία στεκούμενη μπροστά από την αγαπημένη της κόκκινη τριανταφυλλιά χαμογέλασε και με όρεξη, αλλά και μεράκι άρχισε να την περιποιείται. Συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων με την πριγκίπισσα να της κάνει ερωτήσεις για να την γνωρίσει καλύτερα, μιας και από ότι ο βασιλιάς την είχε ενημερώσει η γλυκιά Larissa θα ήταν το δεξί της χέρι...

«Οι γονείς σου;» την ρώτησε κάποια στιγμή.

«Έμεινα πολύ μικρή ορφανή...» παραδέχθηκε η κοπέλα θλιμμένα.

«Ω, δεν το ήξερα...» απολογήθηκε η πριγκίπισσα αφήνοντας αυτό που έκανε για να την πλησιάσει και να την χαϊδέψει στοργικά στον ώμο...

«Δεν πειράζει μεγαλειοτάτη, πλέον το έχω ξεπεράσει... άλλωστε στην ζωή μαθαίνεις να ζεις ότι και αν σου φέρει.» σχολίασε η κοπέλα.

Είχε περάσει αρκετά δύσκολα παιδικά χρόνια στην φτωχική καλύβα που ζούσε με την γιαγιά της, όμως ποτέ δεν έπαψε να χαμογελάει και να ελπίζει... όχι σε ένα μέλλον λαμπρό και πλούσιο, αλλά χαρούμενο και γεμάτο αγάπη δίπλα σε άτομα που θα αγαπούσε και θα ήταν αγαπητή. Ήταν απλά η γλυκιά Larissa, μια χωριατοπούλα η οποία όταν σε έβλεπε να κλαις πρώτο της μέλημα ήταν διώξει τα δάκρυα από τα μάτια σου και να ζωγραφίσει το χαμόγελο στα χείλη σου!!!

(Το τερμάτισα για σήμερα... τρία κεφάλαια; Μα ποια είμαι τέλος πάντων; Ποια; (Η Άντζελα είμαι, αλλά τέλος πάντων. :3) 😂😜❤❤😏😤

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)

...and they lived happily ever after #Wattys2016Where stories live. Discover now