4

522 24 0
                                    

Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Δεν έφυγε όμως. Περίμενε. Πίστευε πως και εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει. Ακούμπησε την πλάτη της στην πόρτα. Ένιωθε ακόμα το χάδι του. Μύριζε το άρωμα του. Γευόταν το φιλί του.

Από την άλλη μεριά της πόρτας εκείνος δεν έλεγε να φύγει. Είχε κολλήσει το σώμα του πάνω στο κρύο ξύλο. Ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να τρέξει πίσω της. Να την πιάσει και να την φιλήσει. Να την κρατήσει στην αγκαλιά του όλη την νύχτα. Άνοιξε την πόρτα. Η Άννυ έπεσε στα χέρια του. Την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της.

<<Δεν έφυγες;>> την ρώτησε γεμάτος χαρά.

<<Δεν μπόρεσα. Ήθελα...>> προσπάθησε να εκφράσει όσα ένιωθε. Τι ήθελε;

Εκείνος δεν την άφησε να τελειώσει τημ φράση της. Την πήρε αγκαλιά, την φίλησε. Έπειτα την άφησε γρήγορα. Έμοιαζε σαν να τον είχε χτυπήσει το ρεύμα. Τι είχε πάθει;

Γιατί με άφησε; Τι έπαθε; Πες το του. Πες του το "Σ'αγαπώ".

<<Ήθελα να σου πω κάτι πριν φύγω>> του είπε χωρίς να είναι σίγουρη για όσα λέει. <<Δεν μπορούσα να πάω σπίτι χωρίς να σου πω πως σ'αγαπάω>>

Έκανε να φύγει. Όμως δεν άντεξε. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό της. Γύρισε και τον φίλησε.

Με αγαπάει. Το είπε. Και τώρα με φιλάει. Αχ αυτά τα χείλη. Έχουν τον τρόπο να με μαγεύουν. Σαρκώδη και γλυκά. Την θέλω για πάντα δικιά μου. Να με φιλάει και να ξεχνάω τα πάντα.

Το φιλί κράτησε πολύ. Όταν τελείωσε απομακρύνθηκαν δειλά. Κοιτάχτηκαν. Ήταν τόσο ερωτευμένοι.

<<Τώρα νομίζω πως μπορώ να φύγω >> του είπε χαμογελώντας.

<<Σ'αγαπάω>> της είπε.

Κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον καθαρό αέρα. Γελούσε μόνη της. Ήταν τόσο γλυκιά και όμορφη στο φως του γεμάτου φεγγαριού. Προχώρησε στον άδειο δρόμο με κατεύθυνση το σπίτι της. Δεν ήθελε να φτάσει. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, μόνη της. Πλέον, τον ήθελε συνέχεια μαζί της.

Προχώρησε αργά. Κάθε δύο λεπτά γυρνούσε και κοίταγε το σπίτι που έγινε το θυσιαστήριο της παρθενιάς της. Πώς γίνεται το σώμα της να είναι στον δρόμο αλλά το μυαλό και η καρδιά της σε εκείνο το διαμέρισμα; Δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της και διαρκώς αναρωτιόταν πότε θα ξαναβρεθεί μόνη μαζί του.

Τον θέλω. Ξανά και ξανά. Να είμαστε μόνοι. Απλά οι δυό μας. Σε ένα κρεβάτι. Να με χαϊδεύει και να με φιλάει. Να παίρνει φωτιά το κορμί μου από την αίσθηση των φιλιών του. Αχ πότε θα ξαναγίνει;

Έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού της. Έβγαλε τα κλειδιά της, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Ξάπλωσε κάτω από το σεντόνι αγνοώντας τον μικρό της αδερφό που ήταν ξαπλωμένος στο διπλανό στο διπλανό κρεβάτι. Την κοιτούσε. Ήξερε πως κάτι είχε γίνει. Γνωρίζοντας όμως τόσο καλά την αδερφή του, δεν μπήκε καν στον κόπο να ρωτήσει. Άλλαξε πλευρό και ξανά κοιμήθηκε.

Η Άννυ δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κρατούσε το μαξιλάρι στην αγκαλιά και φανταζόταν πως ήταν ο αγαπημένος της. Η φαντασία της κάλπαζε. Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Προτιμούσε να συνεχίσει να σκέφτεται. Είναι στην αγκαλιά του και της λέει πως μόνο αυτή αγαπάει. Κοίταξε το ρολόι της. Πριν τρείς ώρες την είχε κάνει δικιά του. Είχαν περάσει κιόλας τρεις ώρες; Γιατί της φαινόταν λιγότερο;

Annie Where stories live. Discover now