8

300 23 0
                                    

Αργεί. Πολύ αργεί. Στείλε. Στείλε.

Κάτι δονείται στο χέρι της. Το κινητό της. Είχε μήνυμα. Ποιός ήταν; Ο αγαπημένος της ή μήπως πάλι εκείνος ο Σωτήρης; Και Ποιός είναι πάλι αυτός; Πώς βρέθηκε στη ζωή της; Πού βρήκε το κινητό της; Γιατί τόση ώρα σκέφτεται τον άγνωστο και απλά δεν ανοίγει το μήνυμα;

<<Κούκλα γιατί δεν μου μιλάς;>> Έγραφε το μήνυμα.

Πάλι αυτός ο Σωτήρης είναι;

<<Ποιός είσαι παιδάκι μου; Σε ξέρω; >> του έστειλε.

<<Γνωριστήκαμε πριν τρεις εβδομάδες όμορφη. Είχαμε πάει στο λιμάνι. Εσύ, εγώ και το αγόρι σου. Με θυμήθηκες μωράκι; >> απάντησε.

Το διάβασε. Πριν τρεις εβδομάδες; Στο λιμάνι; Αυτή, ο Σωτήρης και το αγόρι της; Γιατί δεν θυμάται τίποτα; Ποτέ δεν ξεχνούσε. Βράδυ στο λιμάνι... Πότε ακριβώς; Και τότε θυμήθηκε. Σάββατο ήταν. Είχαν βγει. Την θυμάται εκείνη την νύχτα. Όχι όλη όμως. Μέχρι ένα σημείο. Τι είχε γίνει;

Το ρολόι έδειχνε εννιά και μισή. Αυτή μόλις είχε βγει από το μπάνιο. Τα μαλλιά της αν και βρεγμένα χάιδευαν το μισόγμυνο σώμα της. Άφησε την πετσέτα να κυλήσει στο κορμί της και να πέσει στο πάτωμα. Προχώρησε προς τα συρτάρια και πήρε ένα ζευγάρι καθαρά εσώρουχα. Με ένα παιχνιδιάρικο ύφος τα φόρεσε και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα να βρει τι θα φορούσε.

Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει. Έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της και τα πετούσε στο κρεβάτι. Στην προσπάθειά της να βρει ότι καλύτερο είχε, άδειασε όλη την ντουλάπα. Το μόνο που της άρεσε ήταν μια άσπρη προκλητική μπλούζα. Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο την φόρεσε.

Το μυαλό της λειτουργούσε με εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες. Ήταν δέκα παρά τέταρτο. Σε μισή ώρα θα την περίμενε κάτω από το σπίτι της. Είχε τόσα να κάνει. Πρόσταξε το μυαλό της να κατεβάσει ιδέες. Όμως δεν μπόρεσε να βρει κάτι.

Εκτός κι αν.... Σκέφτηκε.

Έτρεξε στα συρτάρια της. Ήξερε πως κάπου εκεί την είχε αφήσει. Ήταν σίγουρη πως δεν έκανε λάθος. Έψαχνε απεγνωσμένα να την βρει. Είχε ανακατέψει τα ρούχα της αλλά δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να την βρει και σύντομα. Μετά από λίγα λεπτά την βρήκε. Την μαύρη κολλητή και ψιλόμεση φούστα της.

Αν και δεν έφτανε λίγο πιο πάνω από το γόνατο, η Άννυ αισθανόταν πώς η συγκεκριμένη φούστα την έκανε πολύ σέξι. Την πήρε στα χέρια της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Πέρασε τα πόδια της στο άνοιγμα και με αργές κινήσεις την ανέβαζε ψηλά. Το ύφασμα ακούμπησε αρχικά τις γάμπες της, αργότερα τα μπούτια της και τελικά κατέληξε να αγκαλιάζει τους γοφούς της.

Επιτέλους είχε ντυθεί. Πήγε στον καθρέφτη της και κοίταξε τον εαυτό της. Πόσο όμορφα ένιωθε. Άρχισε να ισιώνει τα μαλλιά της. Όταν πλέον τελείωσε και με αυτό, πήρε τα καλλυντικά της και ξεκίνησε να βάφεται. Μετά από ένα τέταρτο ήταν σχεδόν έτοιμη. Άνοιξε την ντουλάπα και πήρε της μαύρες της γόβες. Έβαλε αρκετή από την αγαπημένη της κολόνια, πήρε το μαύρο της τσαντάκι στον ώμο, κράτησε το μπουφάν στο χέρι και ξεκίνησε για το σαλονι.

<<Τι ώρα θα γυρίσεις;>> ρώτησε η μαμά της.

Αμέσως. Άρχισε την ανάκριση.

<<Μετά τη μία.>> την ενημερώνει χωρίς να της πολύ δίνει σημασία. Η αλήθεια είναι πως δεν τα πηγαίνανε καλά οι δυο τους. Δεν είχαν την γνωστή σχέση μάνας-κόρης.

<<Στις δώδεκα να είσαι πίσω. Ούτε λεπτό πιο μετά. Κατάλαβες; >> είπε με αυστηρό τόνο στη φωνή της.

<<Ναι μανούλα.>> λέει η Άννυ με ένα ειρωνικό ύφος, το οποίο ευτυχώς για την ίδια, δεν το αντιλήφθηκε η μητέρα της. Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι, φόρεσε το μπουφάν της, φίλησε τον μπαμπά της και χαιρέτησε την μαμά της. Άνοιξε την πόρτα,βγήκε και αφού την έκλεισε κατέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις σκάλες. Μόλις έφτασε στο τέρμα κοίταξε την ώρα. Τέλεια. Ήταν δέκα και τέταρτο.

Άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας και βλέπει μπροστά της τον καλό της να της χαμογελάει. Φαινόταν τόσο ωραίος κάτω από το φως του φεγγαριού.





Ανέβασα... Πολύ καιρό μετά... Αν σας αρέσει μην ξεχάσετε να ψηφίσετε και σας παρακαλώ πολύ πολύ να αφήσετε κάποιο σχόλιο....

Θα προσπαθήσω να ανεβάσω σύντομα το επόμενο...

Γεια σας!!!!

Annie Where stories live. Discover now