6

392 22 1
                                    

Το κινητό επιτέλους κουδούνησε, ειδοποιώντας την πως έχει μήνυμα. Εκείνη το πήρε στο χέρι της και διάβασε γρήγορα τα λόγια του.

"Θα σε περιμένω εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Σε δέκα λεπτά να είσαι εκεί. Σε αγαπώ."

Τι γλυκός που είναι! Σου έρχομαι αγάπη μου.

Σηκώθηκε όρθια. Έβγαλε τα ρούχα της μένοντας για λίγο με τα εσώρουχα. Τα ίδια εσώρουχα με τα οποία έπαιζε εκείνος λίγες ώρες πριν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σκεπτόμενη τον αγαπημένο της, τα έβγαλε και αυτά. Γυμνή όπως ήταν άνοιξε τα συρτάρια της αναζητώντας καθαρά εσώρουχα. Βρήκε τα μαύρα. Εκείνα που της άρεσαν πολύ.

Πέρασε τα χέρια της στις τιράντες του σουτιέν της και το ανέβασε στο στήθος της, κουμπώνοντας το με χάρη. Στην συνέχεια κάθισε στο κρεβάτι για να φορέσει και το άλλο της εσώρουχο. Το ανέβαζε στα πόδια της αργά και βασανιστικά. Φανταζόταν πως ήταν εκεί αυτός και την κοιτούσε.

Μόλις κάλυψε την γύμνια της άρχησε να αναζητάει το κοντό της σορτσάκι και μια μπλούζα άκρως αποκαλυπτική. Δεν την ένοιαζε που ήταν φθινόπωρο. Θα την ζέστανε ο αγαπημένος της με τα φιλιά του και τα χάδια του. Επιτέλους τα βρήκε. Φόρεσε γρήγορα την μπλούζα. Όμως το καυτό της σορτσάκι ανέβαινε αργά στους γλουτούς της.

Πλέον ήταν έτοιμη να φύγει. Ή σχεδόν έτοιμη. Πήρε βιαστικά το μπουκάλι με το άρωμα και έβαλε αρκετό πάνω της για να μυρίζει ωραία. Βγήκε στον διάδρομο που οδηγεί στο σαλόνι. Ήταν άδειο αφού ήταν αρκετά νωρίς ακόμα. Άρπαξε τα κλειδιά της από το τραπέζι. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε και την έκλεισε πίσω της. Έπειτα, έτρεξε χαρούμενη κοντά του.

Προχώρησε προς την παραλία. Περπάτησε δίπλα στο κύμα. Το βήμα της ήταν γρήγορο. Είχε λαχανιάσει αλλά δεν έλεγε να κόψει ταχύτητα. Ήθελε να φτάσει κοντά του. Να τον ξαναδεί, να τον φιλήσει και να του πει πως τον αγαπάει.

Έφτασε στο μονοπάτι. Η τελευταία βροχή είχε φέρει πολύ νερό. Αλλά δεν την ένοιαζε. Περπάτησε νιώθοντας το κρύο νερό στο πετσί της. Έφτανε κάμποσα εκατοστά πάνω από τους αστραγάλους της. Η ψύχρα όμως μεταφέρθηκε σε όλο της το κορμί κάνοντας την να ανατριχιάσει ολόκληρη. Παρ'όλα αυτά, δεν σταματούσε.

Όπως προχωρούσε αντίκρισε ένα μικρό χώρο φτιαγμένο από ξύλο. Θύμιζε ένα μεγάλο τετράγωνο κιόσκι. Είχε στο κέντρο ένα τραπέζι και δύο παγκάκια. Στο ένα από τα δύο ήταν καθισμένος εκείνος. Ήταν γυρισμένος πλάτη. Δεν φαινόταν να την περιμένει. Πλησίασε ακόμα πιο πολύ και προσπάθησε να μην γίνει αντιληπτή. Όταν πλέον ήταν σε απόσταση αναπνοής τον πήρε αγκαλιά εφνιδιάζοντας τον.

Από ότι φαίνεται είχε απορροφηθεί πολύ από τις σκέψεις του διότι άργησε να καταλάβει τίνος ήταν αυτά τα δύο χέρια. Μόλις όμως συνειδητοποίησε ποιά είχε κοντά του, έκανε σαν μικρό παιδί. Γύρισε. Την κάθισε στα πόδια του, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Ένα φιλί που έβαλε φωτιά στις καρδιές τους και τους λύτρωσε.

<<Λίγες ώρες πέρασαν, όμως μου έλειψες τόσο πολύ.>> είπε εκείνος κοιτάζοντας την στα μάτια.

<<Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Πλέον σε χρειάζομαι.>>. Τα μάγουλα της είχαν ροδίσει και ενώ κατά βάθος ντρεπόταν για όσα του έλεγε, ήξερε πως δεν μπορούσε να τα κρύψει.

<<Ούτε εγώ κατάφερα να κοιμηθώ. Η μορφή σου τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλού μου και δεν μου επέτρεψε να κλείσω μάτι όλη νύχτα.>>. Όσο της μιλούσε την κρατούσε αγκαλιά. Δεν ήθελε να την αφήσει λεπτό. Ήταν δικιά του. Και θα ήταν για πάντα. Η ζωή του. Ο ωκεανός του.

Annie Where stories live. Discover now