13

253 17 0
                                    

Θεέ μου... Η μαμά...

<<Μισό λεπτό μανούλα. Να φέρω τα κλειδιά μου. Είναι στο δωμάτιο.>> φώναξε και έτρεξε μέχρι το δωμάτιό της.

<<Ποιός είναι; >> ρώτησε ο Τριαντάφυλλος χωρίς όμως να τον νοιάζει πραγματικά.

<<Η μάνα μου>> είπε τρομαγμένη η Άννυ και πήρε στα χέρια της ένα παντελόνι για να το φορέσει.

<<Τι; >> απορησε εκείνος.

<< Αυτό που άκουσες >> του απάντησε αγανακτησμένη η κοπέλα. <<Πάρε τα πράγματα σου και βρες στο μπαλκόνι μέχρι να μπορέσεις να φύγεις. Εγώ πάω να ανοίξω >>

Του έδωσε ένα πεταχτο φιλί, πήρε τα κλειδιά από το κομοδίνο και πήγε ξανά προς την πόρτα. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει. Τι γίνεται; Πήγε να κάνει έρωτα με τον καλό της. Η πόρτα χτύπησε. Κάποιος τους σταμάτησε. Ατυχία. Για όλα έφταιγε η μάνα της.

Ωχ! Η μαμά....

<<Άννυ; >> την άκουσε που φώναζε έξω από την πόρτα.

<<Έρχομαι>> φώναξε στεναχωρημενη.

Έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα και ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς της.

<<Τι κάνεις εδώ μαμά; >> είπε η Άννυ με μια ψεύτικη χαρά να χρωματίζει την φωνή της.

<<Ξέχασα να πάρω την βαλίτσα του αδερφού σου και γυρίσαμε άρον άρον. >>

<<Α... Ωραία. Θες να σου την φέρω εγώ μανούλα; >> είπε με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη.

<<Όχι καρδούλα μου. Πήγαινε να ξανά κοιμηθείς. Φαίνεσαι κουρασμένη. Συγγνώμη που σε ξύπνησα. Απλά φεύγοντας δεν πήρα κλειδιά. Άντε. Καληνύχτα.>> της είπε και την φίλησε.

<<Καληνύχτα >> ευχήθηκε η Άννυ και πήγε στο δωμάτιο της κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας να ακούσει την εξώπορτα του διαμερίσματα να κλείνει. Κοίταξε το ρολόι. Πέντε και τέταρτο το πρωί. Περίμενε και περίμενε. Τρία βασανιστικά λεπτά μετά κατάλαβε πως η μάνα της είχε φύγει. Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας της χτύπησε το πρόσωπο και ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της στα γυμνά της μπράτσα. Είχε βγει με το κοντομάνικο μπλουζάκι της. Κοίταξε λίγο την μικρή βεράντα.

Μα πού είναι; Ο θεέ μου! Λες να προσπαθησε να πηδήξει από εδώ πάνω; Παναγία μου!

Κοίταξε στον έρημο δρόμο. Πουθενά.

<<Γαμωτο >>είπε η Άννυ. Χτύπησε το πόδι της στο κρύο πλακάκι. Έμοιαζε με πενταχρονο κοριτσάκι που του πήραν το παγωτό.

Μπήκε πάλι στο δωμάτιο. Κρυώνει εκεί έξω. Έκλεισε το παράθυρο και γύρισε για να πάει στο κρεβάτι.

<<Θεέ μου.>> αναφώνησε και ακούμπησε το χέρι της στο σημείο που βρίσκεται η καρδιά.

<<Το ξέρω ότι είναι ο θεός σου, αλλά ηρέμησε>> της είπε με ένα γλυκό χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπο της.

<<Τι κάνεις εδώ; >> ρώτησε η Άννυ.

<<Πίστευες πραγματικά πως θα έβγαινα στο μπαλκόνι ενώ έχει τέτοιο κρύο;>> θέλησε να μάθει ο Τάσος.

<<Άντρας με τα όλα σου>> τον ειρωνεύτηκε εκείνη και κάθισε δίπλα του.

<<Τι εννοείς; >> απορησε αυτός.

<<Τίποτα, άστο. Αλλά για μισό... Αφού δεν ήσουν στο μπαλκόνι, που ήσουν; >>

<<Στην ντουλάπα σου φυσικά. Δες τι βρήκα>> είπε με ένα γλυκό χαμόγελο και σήκωσε το χέρι του ψηλά. Η Άννυ κοκκίνησε. Στο δεξί του χέρι κρατούσε δύο τρία εσώρουχά της και το αγαπημένο της σουτιέν.

<<Δώσε τα μου>> είπε ντροπαλά.

<<Γιατί Άννυ μου; Να μην έχω κάτι δικό σου;>> της απάντησε χαρωπά αφήνοντας ένα ακόμα χαμόγελο να κάνει την εμφάνιση του.
















Κεφάλαιο!!!!!

Λοιπόν

1. Δεν έπρεπε να το σταματήσω εκεί. Αλλά αν συνέχιζα θα έβγαινε το λιγότερο πέντε φορές μεγαλύτερο.

2. Αύριο θα πάμε εκδρομή με το σχολείο... Άρα μάλλον θα βρω τον χρόνο να ανεβάσω και άλλο ένα.

3. Σκέφτομαι πόσο λάθος ήταν που το σταμάτησα εδώ... Αλλά δεν το ήθελα ούτε το μισό ούτε το πενταπλασιο

Τέλος πάντων.

Αυτά νομίζω.

Ίσως.

Μάλλον.

Ε....

Γεια!?

Τα λέμε μάλλον αύριο. ;)


Annie Where stories live. Discover now