Κεφάλαιο 16

2.3K 289 0
                                    

Περπατούσαμε έτοιμοι για επίθεση. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω, όταν είδα μια σκιά να κουνιέται μέσα στα δέντρα.
Κατευθύνθηκα προς τα εκεί, ξέροντας ότι ο Ντάνιελ ήταν από πίσω μου. Αυτή η σκέψη μου έδινε δύναμη.
Συνέχισα να προχωράω. Ήξερα ότι αυτό που είδα δεν ήταν της φαντασίας μου. Περπάτησα έως ότου το ξαναείδα. Αυτή την φορά παρατήρησα ότι φορούσε μανδύα.
Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Ήξερα ότι δεν θα έφευγε. Όχι πριν τελειώσει αυτό που ήθελε.
Η καρδιά μου πήγαινε πολύ γρήγορα ένιωσα ότι απειλούμουν. Μου θύμιζε πολλά αυτό το συναίσθημα...
Άκουσα έναν θόρυβο και ένιωσα τον Ντάνιελ να σφίγγεται. Γύρισα απότομα και είδα έναν άντρα...; Με καφέ μαύρο σκισμένο μανδύα και μια μαύρη μάσκα. Τον κοίταξα τρομοκρατημένη. Ήξερα αυτήν την στολή, γιατί ναι, στολή ήταν.
Μια στολή που δεν θα ξεχνούσα ποτέ...

-Έλα ρε Μάγκι! Θέλω τόσο πολύ να πάμε!

-Ξέρεις ότι δεν γίνεται. Εξάλλου η μαμά είπε να την περιμένουμε.

-Σιγά! Από πότε ακούς εσύ την μαμά;

Την κοίταξα. Η Λιζ ήταν πολύ πεισματάρα όταν ήθελε. Ξεφύσηξα και την κοίταξα παρετημένη.

-Καλά... σάμπως έχω και άλλη επιλογή;   Είπα και την ακολούθησα στο τρενάκι του φόβου.

Ήταν απόκριες και η Λιζ είχε ντυθεί μάγισσα ενώ εγώ φάντασμα. Είχα φορέσει, δηλαδή, ένα παλιό άσπρο νυχτικό και είχα αφήσει τα μαλλιά μου ελεύθερα. Το νυχτικό ήταν σκισμένο στις άκρες πράγμα που έκανε την στολή μου να φαίνεται πιο αληθινή.

Μπήκαμε στο τρενάκι και η βόλτα άρχισε. Στα μισά όμως σταμάτησε. Από ότι μου είχαν πει οι φίλοι μου τώρα έπρεπε να πάμε πίσω περπατώντας. Μου είπαν επίσης ότι θα υπήρχαν και πολλές εκπλήξεις.
Εγώ και η Λιζ είχαμε μείνει πίσω. Εκείνη περπατούσε πιο μπροστά από εμένα.
Καθώς περπατούσα ένα χέρι με άρπαξε από πίσω. Πήγα να ουρλιάξω αλλά μου έκλεισε το στόμα.
Με είχε κολλήσει στον τοίχο και μόνο τότε είδα το κουστούμι του. Ήταν ένας καφέ σκισμένος μανδύας και μια μαύρη μάσκα.
Αρχικά πίστεψα ότι ήταν μέρος της παράστασης αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν. Πως το κατάλαβα;
Το κατάλαβα γιατί πρόσεξα ένα μαχαίρι στην ζώνη του. Ένα μαχαίρι που μπορούσα να αναγνωρίσω ότι δεν ήταν ψεύτικο.
Κοίταξα στα ανοίγματα της μάσκας, εκεί που υπήρχαν τα μάτια. Ένα ζευγάρι καστανά  με κοιτούσε. Ήξερε τι είχα δει.
Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο, αλλά μετά τον κλότσησα στο αδύναμο σημείο του. Εκείνος έπεσε στα γόνατα και εγώ άρχισα να τρέχω για να φύγω.
Η Λιζ ήταν έξω και μιλούσε με την μαμά. Ξανακοίταξα πίσω αλλά δεν είδα πουθενά τον παράξενο άνδρα...

Άρχισα να αναπνέω πιο γρήγορα. Μα γιατί να εμφανιζόταν αυτός;   Με πλησίασε και έβγαλε το μαχαίρι. Ένιωθα ότι ζούσα αυτό που θα γινόταν αν δεν τον κλοτσούσα.
Τον κοίταξα. Απλά καθόμουν και τον κοιτούσα. Μέχρι που μου επιτέθηκε. Έκανα απότομα προς τα πίσω αποφεύγοντας το χτύπημα του.
Μα γιατί καθόμουν;  Εγώ ποτέ δεν καθόμουν!
Χωρίς δεύτερη σκέψη του όρμισα με το κοντάρι. Εκείνος το απέφυγε. Για μια στιγμή παραπάτησα προς τα μπροστά δίνοντάς του την ευκαιρία να μου επιτεθεί, κάτι όμως που δεν κατάφερε από την στιγμή που είχα ήδη συνέλθει. 

-Εμένα δεν με φοβίζεις! Δεν θα κάθομαι να σε βλέπω! Του ψιθύρισα άγρια.

Εκείνος δεν απάντησε. Έτσι του επιτέθηκα. Το κοντάρι τον βρήκε στον μηρό. Δεν έπεσε κάτω, παρά μόνο έσκυψε το κεφάλι. Πήγα να τον ξαναχτυπήσω, αλλά αυτή την φορά, παρόλο που τον πέτυχα, ένιωσα ότι χτυπούσα αέρα.
Τον κοίταξα άναυδη. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και μου έκλεισε το μάτι λίγα λεπτά πριν... εξαφανιστεί και γίνουν όλα μαύρα.



The ForgottenNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ