Kεφάλαιο 11

1.7K 138 8
                                    


    Το βραδάκι που γυρίσαμε σπίτι, φτιάξαμε ένα τεράστιο μπολ από καλαμπόκι και κλειστήκαμε στο δωμάτιο μου. Βάλαμε μια ταινία στο λάπτοπ και κάτσαμε αγκαλιά να την δούμε μέχρι που μας πήρε ο ύπνος. Έτσι μας βρήκε το επόμενο πρωί η μανά μου που μπήκε να με ξυπνήσει για το σχολείο.

Μητέρα: Αννούλα μου ξύπνα, είναι η ώρα για το σχολείο.

Άννα: Τώρα, σηκώνομαι.

    Η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιο και η Άννα άρχισε να ξυπνάει τον Βασίλη με φιλιά.

Άννα: Μπιλάκο μου, σήκω.

Βασίλης: Μμ, όχι τώρα ρε μάνα.

Άννα: Αγάπη μου ξύπνα, πρέπει να πας στην σχολή.

Βασίλης: Δεν θα πάω σήμερα, νυστάζω.

     Για μια στιγμή σκέφτηκε να τον αφήσει να κοιμηθεί. Αλλά όχι αυτή να πάει σχολείο και αυτός να κοιμάται! Άδικο. Οπότε άρπαξε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι.

    Ο καημένος ο Βασίλης πετάχτηκε πάνω από την τρομάρα του.

Βασίλης: Τι έγινε;

Άννα: Δεν σηκωνόσουν οπότε είπα να σου πετάξω ένα μαξιλάρι χα χα.

Βασίλης: Τι έγινε, Αννούλα; Θέλουμε παιχνίδια πρωί πρωί;

Άννα: Ναι, άλλωστε δεν είναι δίκαιο εγώ να πάω σχολείο και εσύ να κάτσεις να κοιμάσαι.

    Ο Βασίλης έπεσε πάνω της και την ακινητοποίησε με το σώμα του. «Θα μου το πληρώσεις αυτό μικρό μου, να ξέρεις.» της είπες ψιθυριστά στο αυτί, με αποτέλεσμα να την κάνει να ανατριχιάσει ολόκληρη. Πριν προλάβει να συνέλθει άρχισε να της αφήνει μικρά φιλιά κατά μήκους του λαιμού και να κατεβαίνει. Όταν ένιωσε ότι είχε αφεθεί στην αγκαλιά του, σηκώθηκε από το κρεβάτι και μπήκε στο μπάνιο αφήνοντάς την τρελά αναμμένη.

Άννα: Είσαι πολύ βλαμμένο!

     Του φώναξε, όταν κατάλαβε το παιχνίδι του και τον άκουσε να γελά από το μπάνιο.

Ο Παιδικός μου ΈρωταςWhere stories live. Discover now