Κεφάλαιο 7

2K 152 11
                                    


       Στις έντεκα το βράδυ πέρασε το αγόρι της Αλίκης και τις πήρε με το αυτοκίνητο. Όταν η Άννα ρώτησε την Αλίκη ποιους είχε καλέσει, της απάντησε ότι απλά θα ήταν μεγάλη παρέα από το σχολείο γενικά.

ΑΝΝΑ

    Από την στιγμή που μπήκα στο αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο μπαράκι, έβριζα την ώρα και την στιγμή που με έπεισε η Αλίκη να βγούμε σήμερα. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν vα πάρω αγκαλιά το παγωτό και να μιζεριάσω μπροστά στο λάπτοπ μου βλέποντας ρομαντικές ταινίες.

    Υστέρα από μισή ώρα είχαμε φτάσει επιτέλους στο κλαμπ, αλλά εμένα η διάθεσή μου δεν έφτιαχνε με τίποτα. Μέχρι που χάλασε τελείως όταν μπήκα μέσα και είδα τον Βασίλη αγκαλιά με μια κοκκινομάλλα να κάθονται στην παρέα μου. Είχα κοκαλώσει στην πόρτα και δεν μπορούσα να κουνηθώ.

Αλίκη: Ρε Άννα προχώρα, μας περιμένουν τα παιδιά!

Με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε ως την παρέα μέχρι που είδε και η ίδια τον λόγο που είχα κοκαλώσει, αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία της όπως εγώ.

Αλίκη: Παιδιά να σας συστήσω την Άννα! Άννα, από 'δώ ο Κοσμάς, η Ξένια, η Άλεξ, και ο αδερφό της ο Φίλιππος.

Άννα: Χάρηκα, παιδιά.

     Έκατσα ανάμεσα στα αδέρφια, και ο Φίλιππος μου έπιασε την κουβέντα. Αλλά δεν τον πρόσεχα. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στον Βασίλη, που αυτή την στιγμή φιλιόταν παθιασμένα την κοκκινομάλλα.

Φίλιππος: Άννα, με άκουσες;

     Γύρισα την πλάτη μου στο θέαμα που με ενοχλούσε και του απάντησα.

Άννα: Συγνώμη, τι μου είπες;

Φίλλιπος: Τι θα πιεις;

Άννα: Βότκα.

     Εξαφανίστηκε για μια στιγμή από μπροστά μου και όταν γύρισε κρατούσε δυο ποτήρια.

Φίλιππος: Ορίστε.

Άννα: Ευχαριστώ.

Φίλιππος: Για πες μου, από που την ξέρεις την Αλίκη;

Άννα: Πάμε μαζί σχολείο.

Φίλιππος: Δεν μιλάς πολύ, ε;

Άννα: Συγνώμη, Φίλιππε, απλώς δεν είμαι στα καλά μου σήμερα.

Φίλιππος: Δεν πειράζει. Θες να αφήσουμε τα λογία και να χορέψουμε;

Άννα: Τώρα μιλάς σωστά.

Φίλιππος: Χα χα, πάμε λοιπόν!

      Από την στιγμή που μπήκε στο μπαρ, o Βασίλης την παρακολουθούσε από μακριά. Δεν ήξερε για ποιο λόγο φοβόταν να πάει κοντά της· ίσως έφταιγε που τσακώθηκαν το πρωί, ίσως φοβόταν ότι είχε δίκιο όταν του είπε πως δεν τον χρειαζόταν πια. Και αυτό τον πονούσε. Ας πίστευε ότι ήθελε, δεν μπορούσε να την αφήσει στο έλεος της τύχης της.

~*~

ΒΑΣΙΛΗΣ

     Όλο το βραδύ το πέρασε με τον βλάκα τον Φίλιππο πίνοντας και χορεύοντας χωρίς να μου δώσει την παραμικρή σημασία.

     Στης τρεις το πρωί, όταν η Άννα ήταν στην πέμπτη βότκα και φυσικά τύφλα στο μεθύσι, αγανάκτησα και σηκώθηκα να την μαζέψω.

Βασίλης: Φτάνει, αρκετά ήπιες, Άννα.

Άννα: Παράτα με, ό,τι θέλω θα κάνω!

Βασίλης: Σε πάω σπίτι. Τώρα!

Άννα: Όχι, θέλω να χορέψω και άλλο!

Βασίλης: Άλλη μέρα. Τώρα είναι ώρα να γυρίσεις στο σπίτι σου.

      Την σήκωσα στην αγκαλιά μου, και, αφού πήρα τα πράγματα της από τον καναπέ, φύγαμε από το μπαράκι αφήνοντας πίσω μας την Βέρα έξαλλη. Αλλά δεν με πολυένοιαζε να σας πω την αλήθεια.

Σε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι της τραγουδούσε δυνατά.

Βασίλης: Κάνε λίγο ησυχία, θα ξυπνήσεις τους γονείς σου.

Άννα: Χα χα, δεν είναι κανένας εδώ!

Βασίλης: Αχ! Τι θα σε κάνω;

Άννα: Να με φιλήσεις.

Βασίλης: Κάτσε εδώ, είσαι τύφλα στο μεθύσι.

      Την ακούμπησα στον καναπέ και έφυγα για την κουζίνα, για να της φταίξω έναν καφέ να συνέλθει. Μέχρι να γυρίσω την είχε πάρει ο ύπνος στο καναπέ. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την ανέβασα στο δωμάτιό της. Εκεί της έβγαλα το φόρεμα για να μπορέσει να κοιμηθεί. Αφού την σκέπασα, γύρισα να φύγω όταν μου έπιασε το χέρι.

Άννα: Μπιλάκο μου, ξάπλωσε μαζί μου.

Ξάπλωσα δίπλα της και την τράβηξα στην αγκαλιά μου. Πριν αποκοιμηθεί, κάτι την άκουσα να λέει.

Άννα: Μου έλειψες πολύ, μην ξαναφύγεις από κοντά μου.

      Και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου. Ένιωθα πολύ ευτυχισμένος εδώ, μαζί με την μικρή μου.

Βασίλης: Και εμένα μικρή μου μου έλειψες

     Την φίλησα στο μέτωπο και έκλεισα και εγώ τα μάτια μου.


Ο Παιδικός μου ΈρωταςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora