Κεφάλαιο 12

1.8K 144 16
                                    


ΑΝΝΑ

     Κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες, και, ναι, επιτέλους τα σχολεία έκλεισα για τα Χριστούγεννα! Καλά, εντάξει, δεν χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί μέχρι την Παραμονή Χριστουγέννων έχω φροντιστήριο, αλλά δεν με νοιάζει. Από τότε που τα φτιάξαμε με τον Βασίλη πετάω στα σύννεφα. Κάθε βραδύ κοιμόμαστε αγκαλιά, και πολλές φορές τα φιλιά μας γίνονται παθιασμένα, αλλά πάντα το κόβει πριν ολοκληρώσουμε. Για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτός το κόβει, όχι εγώ. Αν είναι δυνατόν, εγώ να θέλω και αυτός πάντα να με αφήνει αναμμένη!

Μια από αυτές τις φορές ήταν και σήμερα το βραδύ, αφού είχαμε μείνει με τα εσώρουχα. Καθώς με φιλούσε παθιασμένα στο λαιμό, με έκλεισε στην αγκαλιά του και μου ψιθύρισε «Καληνύχτα».

      Τραβιέμαι από την αγκαλιά του.

Άννα: Βασίλη δεν αντέχω άλλο αυτήν την κατάσταση τόσες μέρες! Πρώτα με ανάβεις, και μετά μου λες καληνύχτα. Γιατί το κάνεις αυτό;

Βασίλης: Δεν θέλω να προχωρήσουμε γρήγορα, ματιά μου. Ξέρω ότι δεν έχεις εμπειρία, και δεν θέλω να σε πιέσω.

Άννα: Άσε ρε, που έχει μεγάλες εμπειρίες εσύ... Εκτός βέβαια κι αν εννοείς το χέρι σου.

Βασίλης: Δεν θα κάνουμε αυτή την κουβέντα τέτοια ώρα, Άννα. Καληνύχτα.

Αννα: Όχι, Μπιλάκο μου, πες μου.

Βασίλης: Άννα, νυστάζω.

     Σηκώθηκε από το κρεβάτι έβαλε μια φαρδιά μπλούζα, άρπαξε ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και βγήκε από το δωμάτιο.

Βασίλης: Πού πας;

Άννα: Να σε αφήσω να κοιμηθείς. Εγώ θα κοιμηθώ στο σαλόνι σήμερα.

Βασίλης: Έλα ρε Άννα μου τώρα, μην το τραβάς!

Άννα: Καληνύχτα.

     Κατέβηκε στο σαλόνι. Αφού έστρωσε την κουβέρτα ξάπλωσε. Όντως το τραβούσα, αλλά δεν άντεχα άλλο.

      Κοίταζα το ταβάνι αρκετή ώρα, μέχρι που με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Όταν ξύπνησα, ήμουν στην αγκαλιά του, στο κρεβάτι μας πλέον. Δεν είχα κουνηθεί από την θέση μου. Για αρκετή ώρα καθόμουν και τον κοιτούσα που κοιμόταν. Τι γλύκας που ήταν! Ήθελα να τον γεμίσω φιλιά.

Βασίλης: Καλημέρα, μωρό μου.

Άννα: Καλημέρα. Πώς βρέθηκα εδώ;

Βασίλης: Σηκώθηκα καμία ώρα μετά να έρθω να σου ζητήσω να γυρίσεις στο δωμάτιο, και κοιμόσουν σαν άγγελος. Οπότε σε πήρα αγκαλιά και σε γύρισα πίσω, γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς εσένα.

Άννα: Συγνώμη για εχθές, ήμουν λίγο υπερβολική.

Βασίλης: Πρέπει να τρέξω να πάρω ψωμί πριν γκρεμιστούν φούρνοι μετά από τέτοια δήλωση.

Άννα: Άντε βρε βλάκα, εγώ φταίω!

     Του πέταξα ένα μαξιλάρι στο κεφάλι και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Αφού ντύθηκα, βγήκα από τον δωμάτιο χωρίς να τον περιμένω.

Άννα: Καλημέρα, μαμάκα μου.

Μητέρα: Καλημέρα, κορίτσι μου.

Άννα: Καλημέρα κυρία Λητώ.

Λητώ: Καλημέρα αγάπη μου, ο γιος μου ακόμα κοιμάται;

Άννα: Όχι, τώρα κατεβαίνει.

     Εκείνη την στιγμή μπήκε στην κουζίνα ο Βασίλης.

Βασίλης: Καλημέρα μάνα, τι θες εδώ;

Λητώ: Αφού μετακόμισες στην Αρετή, είπα να έρθω να σε δω.

Βασίλης: Εξυπνάδες πρωί πρωί, δεν αντέχω.

Άννα: Τι έχει για πρωινό; Πεινάω.

     Η Αρετή, αφού σέρβιρε στα παιδιά λαχταριστές τηγανίτες, έκατσε απέναντί τους να τελειώσει τον καφέ της μαζί με την Λητώ.

Αρετή: Λοιπόν παιδιά, λέγαμε για της γιορτές να πάμε μια εκδρομούλα. Θα έρθετε;

Άννα: Δεν υπάρχει περίπτωση. Τις ξέρω τις εκδρομές σας, προτιμώ να μείνω σπίτι.

Βασίλης: Συμφωνώ με την Άννα.

Λητώ: Μα θα κάνετε γιορτές χωρίς εμάς;

Βασίλης: Καλά, δεν είμαστε μωρά, μια χαρά θα τα καταφέρουμε.

Άννα: Μαμά μπορούμε να κάνουμε κανένα πάρτι για την Πρωτοχρονιά ;

Αρετή: Κανένα πρόβλημα, αρκεί να βρω το σπίτι όρθιο όταν γυρίσουμε.

Βασίλης: Ποτέ φεύγετε;

Λητώ: Θα φύγουμε μεθαύριο και θα γυρίσουμε στις τρεις του μήνα.

Βασίλης: Καλά να περάσετε.

Άννα: Εμείς θα περάσουμε καλύτερα.

Λητώ: Κανονίστε να τα βρούμε όλα όπως θα τα αφήσουμε!

Βασίλης: Τι εννοείς μαμά;

Λητώ: Ξέρεις τι λέω, για τις προφυλάξεις που χρειάζεται να παίρνουμε μερικές φορές.

     Η Άννα είχε μείνει παγωμένη να την κοιτά. Αντίθετα, η κ. Αρετή κρατιόταν με το ζόρι να μην γελάσει.

Βασίλης: Αμάν ρε μάνα, έλεος πια, δεν έχουμε κάνει τίποτα ακόμα. Ευχαριστημένη;

Λητώ: Ναι.

Ο Παιδικός μου ΈρωταςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang