Κεφάλαιο 22

1.3K 118 2
                                    


ΒΑΣΙΛΗΣ

Δεν το πιστεύω ότι βρίσκομαι στην Ελλάδα πάνε κοντά δέκα χρονιά που έχω να έρθω στην Αθηνά. Από τότε που με έδιωξε, δεν ήθελα να έρχομαι, μου ήταν πολύ δύσκολο να είμαι τόσο κοντά της και να μην μπορώ να της μιλήσω. Μπαίνω πρώτο ταξί που βρίσκεται μπροστά μου και φεύγω για το πατρικό μου. Αύριο είναι ο γάμος και μετά θα προσπαθήσω να διορθώσω όλα τα λάθη που έχω κάνει. Άλλωστε αυτή την στιγμή είμαι τόσο αγχωμένος, δεν ξέρω πως θα αντιδράσω όταν την δω στην εκκλησιά αύριο.

ΑΝΝΑ

Κάθομαι μπροστά στο καθρέπτη και ετοιμάζομαι σε δυο ώρες είναι ο γάμος και όμως εγώ δεν είμαι έτοιμη να τον ξανά δω. Αφού έχω τελειοποίηση το μακιγιάζ μου για πέμπτη φορά, βλέπω ότι φοράω ακόμα την αλυσίδα με το δακτυλίδι του, το βάζω με το ζόρι αφού ελάχιστε φορές το έχω αποχωριστεί από το λαιμό μου. Σήμερα όμως δεν πρέπει να με δει να την φοράω, δεν θέλω να του δώσω λάθος μήνυμα. Πρέπει να γνωρίσει την καινούργια 'Αννα, την ψυχρή Αννα. Κοιτάζομαι άλλη μια φορά στο καθρέφτη παίρνω την τσάντα μου και φεύγω για σπίτι της Αλίκης.

ΒΑΣΙΛΗΣ

Φεύγοντας από το σπίτι, είχα αποφασίσει ότι δεν θα την άφηνα να με δει μέχρι να τελειώσει ο γάμος ήθελα η πρώτη φορά που θα με έβλεπε να είναι την στιγμή που θα ευχόμουν στο ζευγάρι. Έφτασα στην εκκλησιά σχεδόν από τους πρώτους καλεσμένους και αφού χαιρέτισα τον Παύλο κρύφτηκα σε μια γωνιά, με την αγωνιά μου να έχει χτυπήσει κόκκινο. Ούτε μισή ώρα μετά την είδα να βγαίνει από το αυτοκίνητο της Αλίκης. Μου κόπηκαν τα ποδιά ήταν σαν μια νεράιδα από τα παραμύθια που μας διάβαζαν όταν ήμασταν μικροί. Αυτό που με τρόμαζε ήταν ότι τα ματιά. Ένα από το ποιο όμορφα χαρακτηρίστηκα στην Αννα μου ήταν τα ματιά της όταν έλαμπαν. Ενώ στην Αννα που είχα μπροστά μου τα ματιά της ήταν άψυχα σαν κάποιος να της είχε κλέψει την ζωντάνια.

ΑΝΝΑ

Όσοι ώρα κρατούσε το μυστήριο κοιτούσα γύρω μου ώστε να τον δω αλλά ήταν άφαντος, ήξερα ότι ήταν μέσα στην εκκλησία και με παρακολουθούσε από μακριά. Όταν βγήκα από το αυτοκίνητο με την Αλίκη τον ένιωσα κοντά μου, δεν μπορούσα όμως να το εντοπίσω. Τα παιδιά χόρευαν τον χορό του Ησαΐα και εγώ αντί να παρακολουθώ την τελετή είχα σαρώσει την εκκλησία με το βλέμμα μου για τον βρω.

Γάμος τελείωσε και σταθήκαμε όλοι στην σειρά για να μας χαιρετήσουν οι συγγενείς, ένα εύθυμο που πάντα το μισούσα. Άρχισαν να περνάνε συγγενείς και φίλοι και να μας εύχονται, είχα βάλει ένα ψεύτικο χαμόγελο και περίμενα να τελειώσει αυτό το πανήγυρη. Όταν τον είδα ήταν μπροστά στον Παύλο και έφτανε σε εμένα.

Βασίλης: Γεια σου Άννα, να τους χαίρεσαι

       Μόλις ενώθηκαν τα χεριά μας ένιωσα εκείνο τον γνωστό ηλεκτρισμό μεταξύ μας.

'Αννα: Ευχαριστώ Βασίλη και στα δικά σου

Βασίλης: Ευχαριστώ

Την υπόλοιπη ώρα ήμουν στον κόσμο μου δεν έβλεπα ποιος περνούσε από μπροστά, τα ματιά μου είχαν κόλληση πάνω του.

Όταν ποια ήρθε η ώρα να πετάξει την ανθοδέσμη η νύφη έκανα όσο ποιο πίσω μπορούσα ώστε να μην μπλεχτώ στα ποδιά των κοριτσιών που ήθελαν να την πιάσουν κατά διαβολική τύχη όμως έπεσε μέσα στα χεριά μου.

Έτσι όπως κατέβαινα τα σκαλιά της πλατεία για να πάω προς το αμάξι μου σκόνταψα στο μακρύ μου φουστάνι, πριν προλάβω να πέσω με έπιασε και με έκλεισε στην αγκαλιά του.

Βασίλης: Ακόμα δεν γύρισα και σε έσωσα

Μόλις έκλεισε το μάτι και έφυγε από την εκκλησιά.

«Θα με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος εμένα» σκέφτηκα καθώς έφυγα για την δεξίωση του γάμου.

Ο Παιδικός μου ΈρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora