Η αναζήτηση..

67 9 3
                                    

Κλάους
  Όταν άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια μου, το φως του ήλιου έπεσε κατευθείαν πάνω τους, τυφλώνοντας με. Δεν ξέρω πόσες ώρες είμαι έτσι, όμως δεν πιστεύω να πέρασαν πολλές. Προσπάθησα να κουνηθώ, όμως το αναισθητικό είναι πολύ δυνατό. Νιώθω λες και έχει παραλύσει το σώμα μου.

 Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τους γιατρούς να μπαίνουν στο δωμάτιο με τα φαγητά. Όταν βλέπω το πρωινό πανικοβάλλομαι, γιατί τότε κατάλαβα τι έχει συμβεί. Είμαι αναίσθητος σχεδόν μία μέρα. Άρχισα να φωνάζω. Δεν μπορώ να κουνηθώ και αυτό πλέον κατάντησε εκνευριστικό. Δεν μπορώ να βγώ να την ψάξω. Μου έχει λείψει τόσο γαμημένα πολύ. Θέλω να την δω, να δω αν είναι καλά. Πως να νιώθει τώρα.

 Με όλες αυτές τις σκέψεις να γυρίζουν στο μυαλό μου, έκανα και άλλες προσπάθειες να σηκωθώ, αλλά μάταια. Απλά κουνήθηκαν λίγο τα χέρια μου, τουλάχιστον κάτι είναι και αυτό από το καθόλου. Τι λέω. Αν δεν είμαι εγώ δυνατός, πως θα είναι αυτή; Έλεος Κλάους, για μια φορά στη ζωή σου σοβαρέψου. Η κοπέλα που τόσο λατρεύεις, η ψυχή σου, τα πάντα σου, έχει εξαφανιστεί. Είσαι τόσο ηλίθιος γαμώτο;

 Λίγη ώρα αργότερα, η επήρεια έχει σχεδόν φύγει και νομίζω ότι είμαι καλύτερα. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να μπορέσω να φύγω. Βασικά, έπρεπε να περιμένω μέχρι το μεσημέρι ή το βράδυ. Αλλά επειδή δεν αντέχω μέχρι το βράδυ, θα προσπαθήσω να φύγω το μεσημέρι. Πρέπει να το κάνω. Για αυτήν γαμώτο.

  Λίγες ώρες αργότερα που έμοιαζαν με αιώνες, πήγε 2 το μεσημέρι. Επιτέλους. Σηκώθηκα αρκετά προσεχτικά από το κρεβάτι και πήγα εκεί που έχουν τα ρούχα μου. Τα φόρεσα και βγήκα από το δωμάτιο. Έβαλα και τη κουκούλα στο κεφάλι μου και σε όλη τη διαδρομή, είχα σκύψει, ώστε να μην μπορέσουν να με αναγνωρίσουν. Τουλάχιστον όχι με τόση ευκολία. Για να μην περάσω από όλους εκείνους που ήταν μαζεμένοι στην είσοδο, έφυγα από την έξοδο κινδύνου. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια και βγήκα έξω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να προχωράω. Δεν ξέρω που να πάω ή που να ξεκινήσω να ψάχνω, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρέπει να καθυστερήσω άλλο. Και ελπίζω να μην έχω καθυστερήσει και πολύ.

 Κουνάω το κεφάλι μου για να φύγει αυτή η σκέψη και συνεχίζω. Πεθαίνω ακόμα και στη σκέψη να έχει πάθει κάτι, όχι να έχει πάθει κάτι στην πραγματικότητα. Προχωράω και βγαίνω στο κεντρικό, μπροστά από το νοσοκομείο. Δεν έχω καν χρήματα, ώστε να πάρω κάποιο ταξί ή κάτι τέτοιο. Απλά περπατάω, μέχρι να φτάσω έστω και λίγο στο σπίτι μου. Να προσπαθήσω τουλάχιστον. Δεν θέλω να πάρω τηλέφωνο τη μητέρα μου, γιατί θα αρχίσει πάλι τα δικά της και μπορεί και να με ξαναπάει στο νοσοκομείο, τόσο τρελή που είναι σε κάτι τέτοια.

Η ΠρόκλησηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora