Ιζαμπέλα

120 21 8
                                    

  Είναι τόσο όμορφος. Δεν το πιστεύω, αλλά ίσως η τύχη μου χαμογελάει και πάλι. Δεν είμαι δημοφιλής στο σχολείο, αλλά και ούτε και το πρώτο άτομο που θα ζητούσε κανείς βοήθεια. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ με τον Ίαν και την Χέιβεν, που δεν τον άκουσα να κάθεται δίπλα μου, μόνο όταν μου μίλησε. Για έναν παράξενο λόγο, ακόμα και αν δεν τον ήξερα, ένιωσα μία ασφάλεια μαζί του, κάτι που έχω πολύ καιρό να νιώσω. Τον κοίταζα διστακτικά στην αρχή, όμως μόλις άρχισα να τον παρατηρώ καλύτερα, ένιωσα μία οικειότητα μαζί του. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και σηκωμένα, το πρόσωπό του είχε υπερβολικά έντονες γωνίες και τα χείλη του, λόγω του κρίκου που φορούσε, φαίνονταν αρκετά όμορφα και όχι πολύ σαρκώδη. Το πιο μαγευτικό πάνω του ήταν τα μάτια του. Είχαν καφέ χρώμα με μία απόχρωση του γαλάζιου και ήταν λες και υπήρχε κρυμμένο ένα πανέμορφο τοπίο μέσα τους. Μιλήσαμε αρκετά και μου φάνηκε αρκετά γλυκός. Μόλις έφυγε πήρα τηλέφωνο την Έιμυ, την κολλητή μου, για να της πω τι έχασε.

   -Έχασες που δεν ήρθες σήμερα, της είπα προτού προλάβει να ακουστεί η φωνή της από το ακουστικό.
   -Ήρθε ένα καινούριο παιδί στο σχολείο και μιλήσαμε και νομίζω ότι μου αρέσει και αύριο θα είμαστε μαζί.

   -Δεν κατάλαβα τίποτα, είπε και εγώ χαμογέλασα.

   -Πέρνα από το σπίτι μου το απόγευμα, για να σου τα εξηγήσω όλα αναλυτικά.

   -Έγινε, αναφώνησε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Η υπόλοιπη ώρα στο σχολείο πέρασε αρκετά γρήγορα. Ίσως ήταν επειδή σκεφτόμουν το αγόρι. Όμως, είναι λίγο περίεργο, γιατί ήρθε και έκατσε μαζί μου, ενώ θα μπορούσε πολύ απλά να πάει στην Λία, τη δημοφιλή κοπέλα του σχολείου και όχι μόνο.

 Έφυγα από το σχολείο και ξεκίνησα να περπατάω προς το σπίτι μου. Λίγα τετράγωνα παρακάτω ένιωσα ένα άσχημο συναίσθημα, σαν κάποιος να με παρακολουθεί. Όταν, όμως γύρισα πίσω, δεν υπήρχε κανείς. Έτσι, συνέχισα την διαδρομή μου. Μόλις έφτασα στο σπίτι, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. Όταν μπήκα μέσα, η μυρωδιά από το μεσημεριανό μου έσπασε τη μύτη. Γρήγορα πέταξα την τσάντα μου και έτρεξα στην κουζίνα, όπου πάνω στο τραπέζι βρήκα ένα σημείωμα από την μαμά μου, ότι είχε μια απρόοπτη βάρδια για σήμερα το βράδυ στο νοσοκομείο, οπότε να μην την περιμένω.

   -Τέλεια όλο το σπίτι είναι στη διάθεσή μου, σκέφτηκα. Αφού έφαγα, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και ξεκίνησα να διαβάζω για αύριο. Όμως, δεν τα κατάφερα, αφού όλη την ώρα σκεφτόμουν πάλι εκείνο το αγόρι. Πώς είπε ότι τον έλεγαν; Έψαξα βαθιά στην μνήμη μου, κάτι που χρειάστηκε πολύ ώρα, αφού δεν έχω πολύ καλή μνήμη. Κλάους. Τον λένε Κλάους, φώναξα και τα μάτια μου φωτίστηκαν.

Η ΠρόκλησηTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang