Chapter_44

4K 465 57
                                    

Ίδια μέρα...


Μεριά Τζακ (ΟΟ ΝΑΙ BITCHES!)

Κοιτάζω την πόρτα της καφετέριας έχοντας το εξής δίλημμα. 
Να μπω ή να μην μπω. Είναι χαζό το γεγονός ότι έχω αφήσει μόνη της την Ντάρσυ για να έρθω να συναντήσω τον πατέρα μου,είναι χαζό που σπαταλάω χρόνο για αυτόν. Βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, αλλά αξίζει τον κόπο. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω μέσα. Δεν έχει πολύ κόσμο, δύο τραπέζια με εφήβους που γελάνε δυνατά. Στο βάθος όμως φαίνεται μία κορμοστασιά κάπως γέρικη αλλά γεμάτη τατουάζ. 

Πλησιάζω ενώ ταυτόχρονα αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας έρχονται στο μυαλό μου. Αλλά δεν θέλω να της θυμάμαι, δεν ήταν και οι καλύτερες χάρης αυτόν. 
Τραβάω την καρέκλα και κάθομαι απέναντι του. Δεν του μιλάω απλά τον κοιτάω στα μάτια και περιμένω να μιλήσει. 
Έχει γεράσει, η φυλακή τον έκανε αδύναμο και με περισσότερα τατουάζ απ' ότι θυμάμαι. 

"Δεν θα χαιρετίσεις τον γέρο σου;" ρωτάει με μία δόση ειρωνείας. 

"Όχι" λέω ξερά και προσπαθώ να μείνει προσηλωμένος στον στόχο μου. 

"Ωραία λοιπόν, για πιο πράγμα θες να μιλήσουμε;" ρωτάει ενώ ξέρει τι θέλω.

"Δεν ξέρεις;" ρωτάει με ειρωνεία και αυτός γελάει. 

"Όχι!" απαντάει σοβαρός.

"Ωραία λοιπόν, θέλω να εξαφανιστείς από την ζωή μου" λέω ξερά και εκείνος συνεχίζει να χαμογελάει σαν χαζός.

"Ακόμα δεν σε καταλαβαίνω" λέει και γελάει ακόμα περισσότερο.

Το διασκεδάζει αλλά θα του κοπεί το γελάκι. Δεν είμαι ποια το κορόιδο που ήξερε.

"Σου δίνω μία ευκαιρία να εξαφανιστείς αλλιώς θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!" λέω λίγο πιο δυνατά από ότι έπρεπε με αποτέλεσμα να γυρίζουν και τα δύο τραπέζια να μας κοιτάξουν. 

"Μίλα πιο ήρεμα!Επιπλέον γιατί θες να με σκοτώσεις έχω κάνει κάτι;" ρωτάει και πίνει μία γουλιά από τον καφέ του. 

"Βλέπω δεν με καταλαβαίνεις" λέω και βγάζω την επιταγή που έχει υπογράψει ο Μπεν.

"Μπα είσαι οργανωμένος!" λέει και ενώ σοβαρεύει απότομα. Μόλις δει χρήμα, φυσικά!

"Πάρε αυτά και φύγε, μαζί σου πάρε και τους άλλους! Απλά φύγε!" λέω και σπρώχνω την επιταγή προς το μέρος του. 

Κοιτάζει εμένα και μετά την επιταγή. Χαμογελάει και την σπρώχνει πίσω σε εμένα. 
Τι;

"Αγόρι μου, λυπάμαι αλλά ότι είναι να γίνει θα γίνει" λέει και σηκώνεται από την καρέκλα του.

Εγώ τον κοιτάζω έκπληκτος, δεν μπορεί.

"Απλά να θυμάσαι, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο" ψιθυρίζει στο αυτί μου.

Τον βλέπω να απομακρύνεται, μέχρι που έχει φύγει από την καφετέρια. Πως μπόρεσε του έδωσα την ευκαιρία να φύγει! 

Σηκώνομαι νευριασμένος και απογοητευμένος ταυτόχρονα και φεύγω από εκεί. Ξεκινάω με γρήγορα βήματα για το σπίτι της Ντάρσυ. Πρέπει να μιλήσω με τον Μπεν, δεν δέχτηκε την προσφορά μας! Θα πρέπει να περάσουμε στο δεύτερο σχέδιο. 

Περπατάω πιο γρήγορα και προσπαθώ να βρω μία εναλλακτική λύση,ενώ μέσα στο μυαλό μου γυρνάνε τα λόγια που μου είπε. Τι εννοεί; Λογικά θα πιστεύει ότι θα τα παρατήσουμε και θα μας σκοτώσει τόσο εύκολα.

Σταματάω να σκέφτομαι τα πάντα όταν ακούω σειρήνες αστυνομίας. Ντάρσυ! Αρχίζω και τρέχω και όπως φοβόμουν οι αστυνομία είναι έξω από το σπίτι της Ντάρσυ. 

Έχει μαζευτεί κόσμος έξω από το σπίτι και η αστυνομία προσπαθεί να τους κρατήσει μακριά. Τι έγινε; Ελπίζω να μην είναι αυτό που φοβάμαι.

"Ντάρσυ!" ουρλιάζω και μερικές κυρίες γυρνάνε και με κοιτάνε περίεργα. 

Περνάω την αστυνομική ταινία και αποφεύγω τους αστυνομικούς που προσπαθούν να με απομακρύνουν. 

"Που πας νεαρέ;" ρωτάει ένας αλλά τρέχω μέσα στο σπίτι χωρίς να του δώσω σημασία.

Έχει πολύ κόσμο, παντού υπάρχουν κίτρινες ταινίες και η αστυνομία τρέχει πάνω κάτω. 
Κλάματα ακούγονται από τον καναπέ και τρέχω εκεί. Η Λουίσια.

"Τι έγινε;" την ρωτάω και μπαίνω μπροστά της ώστε να την κοιτάζω. 
Δεν μιλάει αλλά κλαίει περισσότερο.

"Μίλα" ουρλιάζω και μερικοί αστυνομικοί έρχονται κοντά. 

"Εξαφανίστηκε, η πόρτα της κουζίνας έχει παραβιαστεί κα-και οι γείτονες την άκουσαν να φωνάζει" λέει και ξεσπάει ξανά. 

"Μου πήραν το παιδί μου" ψιθυρίζει και την αγκαλιάζω. 


Μεριά Ντάρσυ!



Τα μάτια μου ανοίγουν,αλλά με δυσκολία μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά.
 Είμαι σε ένα υπόγειο.

Τι θα μου κάνουν; Ο Τζακ ξέρει που είμαι; 
Η μαμά θα έχει πανικοβληθεί; 

Θεέ μου πρέπει να φύγω από εδώ! 

Βήματα ακούγονται πίσω από έξω. Οι παλμοί μου ανεβαίνουν και ιδρώνω από την αγωνία μου. 

Η πόρτα ανοίγει και κάποιος μπαίνει μέσα. Αλλά δεν φαίνεται το πρόσωπο του,μένει στο σκοτάδι. 

Ησυχία επικρατεί. Δεν μιλάει απλά στέκεται εκεί και με κοιτάει. Τι θέλει;

"Ποιος είσαι;" ψιθυρίζω διστακτικά. 

Ο άγνωστος πλησιάζει, βγαίνει από την κρυψώνα του.

"Γεια σου γλυκιά μου" λέει μία γνώριμη φωνή. 

Μα δεν μπορεί.

"Μαίρη;" 



Hey Everybody☆

Τι κάνετε βρε; Ανέβασα πιο συχνά από ότι συνηθίζω...
Ζόρικο κεφάλαιο! Που να δείτε τα επόμενα!
Τι γίνεται με την Μαίρη;
❤ Δεν το περιμένατε ε;
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πατέρας του Τζακ;
Χαμούλης ε; 
Ελπίζω να σας άρεσε!

Αυτάαα! 
Δεν ξέρω πότε θα ανεβάσω ξανά...
Από ότι είδατε όταν δεν σας λέω ανεβάζω πιο συχνά από ότι συνήθως! :")
ΕΠΙΣΗΣ! Ευχαριστώ! Φτάσαμε τα 30.500 reads!

Είστε υπέροχοι!

LOVE U!

(συγνώμη για τα λάθη αλλά το έγραψα στα γρήγορα)
Tα λέμε!

Α και καλό Σαββατοκύριακο

Σχολιάστε και ψηφίστε παρακαλώ!

◆See ya chicas◆

Οι Γείτονες Where stories live. Discover now