Κεφάλαιο Πρώτο

892 125 190
                                    

Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου αρχίζουν να χαϊδεύουν παιχνιδιάρικα τις τραβηγμένες κουρτίνες μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του δωματίου της, η Ελάιζα γυρνάει στο πλευρό της με ανακούφιση. Κλείνει τα μάτια της και προσπαθεί να ξεκουραστεί έστω κι αυτή τη λίγη ώρα που της απομένει προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι. 

Δεν κατάφερε να κοιμηθεί ολόκληρο το βράδυ. Η εικόνα του νεαρού άντρα μπροστά στην πόρτα της εγκαταλελειμμένης βιομηχανίας, με την ανοιχτή πληγή από τον λαιμό ως τα πλευρά του και σχεδόν κυριολεκτικά βουτηγμένου στο ίδιο του το αίμα, δεν της επέτρεψε να κλείσει τα μάτια της για παραπάνω από μερικά λεπτά καθόλη τη διάρκεια της νύχτας. Φοβόταν μην ξαφνικά τον δει μπροστά της, μην κλείσει τα μάτια της και, όταν τα ανοίξει, τον αντικρίσει να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι της με τα χέρια στις τσέπες και το ειρωνικό, ματωμένο του χαμόγελο να χαράζει τα λεπτά του χείλη. Τόσο καλά της φαίνεται ότι τον αποτύπωσε στο μυαλό της αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που τον κοίταξε.

Ανατριχιάζει και κουκουλώνεται με σπαστές, τρομαγμένες κινήσεις ρίχνοντας το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι της, προσπαθώντας να αποφύγει το μισοσκόταδο σφραγίζοντας τα βλέφαρά της με δύναμη. Αν θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, πρέπει να ομολογήσει πως η συγκεκριμένη ήταν μια από τις πιο δύσκολες νύχτες στην ζωή της.


Η ώρα είναι τέσσερις και τέταρτο όταν ακούει τον Άβωνας να κάνει θόρυβο από το πάνω πάτωμα. Της κάνει εντύπωση που κοιμόταν, όχι μονάχα όλο το πρωί, αλλά και ολόκληρο το μεσημέρι. Συνήθως ξυπνάει νωρίτερα απ' όλους τους άλλους στο σπίτι. Ακόμη πιο νωρίς κι από τις γάτες. Όταν ακούει τα βαριά του βήματα να χτυπάνε στις σκάλες, απενεργοποιεί τον υπολογιστή της και τον περιμένει να ξεπροβάλλει από την πόρτα του καθιστικού. Τα μάτια του γυαλίζουν νυσταγμένα όταν της νεύει για να την καλημερίσει.

  «Είσαι μούσκεμα, το ξέρεις;» της λέει δείχνοντας την μπλούζα της, που έχει βραχεί από την υγρασία των μαλλιών της μετά το λούσιμο. «Τι είναι αυτό; Έμμεση υπενθύμιση του ότι πρέπει να σε πάω μέχρι το αεροδρόμιο;».

  «Αχά» του απαντάει με ενέργεια η Ελάιζα προσπαθώντας να κρύψει την κούρασή της. «Θα το έκανα μόνη μου αλλά δεν ξέρω να οδηγώ. Και θα ήταν ολόκληρη ταλαιπωρία να κατέβω μέχρι το κέντρο για να πάρω λεωφορείο από 'κει...».

  «Εντάξει, πείστηκα» μουρμουρίζει απρόθυμα ο Άβωνας, κι εκείνη χαμογελάει. Να και κάτι που της πηγαίνει καλά. «Η μαμά κι ο μπαμπάς ξέρουν ότι φεύγεις;».

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now