Επίλογος

455 57 75
                                    

Μπορεί να ακούσει το τρίξιμο από τις φθηνές, κίτρινες λάμπες φθορισμού που καίνε ακούραστα στο μικρό δωμάτιο. Δεν θυμάται να το έχει ακούσει ποτέ ξανά. Το κεφάλι της γυρίζει, είναι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθεί να συνθέσει τον χώρο γύρω της, όμως το βλέμμα της είναι θολό και τα μάτια της μισοκλείνουν. Η ανάσα της είναι σφυριχτή, ακανόνιστη, και κάθε εισπνοή της φαίνεται άθλος. Είναι, όμως, το μοναδικό πράγμα που της υπενθυμίζει πως είναι ζωντανή.

Αισθάνεται ότι όλα γύρω της εκτυλίσσονται σε μια εφιαλτική αργή κίνηση. Προσπαθεί να κουνήσει το κεφάλι της μήπως και δει κάποιον δίπλα της, μήπως και νιώσει κάποιον να την καθησυχάζει. Ίσα που τα καταφέρνει. Ενώ νιώθει γρήγορα τον σβέρκο της να την προδίδει, να καταρρέει, τα μάτια της λειτουργούν με μια χρονοκαθυστέρηση. Γονατισμένη δίπλα της είναι μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα που την προστάζει να μείνει ακίνητη. Και η φωνή της καθυστερεί να φτάσει στ' αυτιά της.

Η Άιβορι κλείνει τα μάτια και ακουμπάει το κεφάλι της πίσω, στην παγωμένη πέτρα. Είναι καθισμένη επάνω στο κλειστό καπάκι της τουαλέτας, στο μικρό λουτρό του υπηρετικού προσωπικού δίπλα στην κουζίνα. Το στομάχι της έχει δεθεί κόμπος και είναι έτοιμο να προωθήσει προς τα πάνω οτιδήποτε πέφτει μέσα του· αν, βέβαια, ο οισοφάγος της συνεργαστεί και το κατεβάσει κάτω. Κάποιος πριν λίγο προσπάθησε να της δώσει βιταμινούχο νερό, κι εκείνη δεν μπόρεσε καν να το καταπιεί.

Η πληγή στο χέρι της την καίει, κι εκείνη τινάζεται αιφνιδιασμένη. Ανοίγει τα μάτια της με παράπονο, γιατί δεν θέλει να πονέσει άλλο. Δεν αντέχει. Θέλει να την αφήσουν να ηρεμήσει. Βλέπει την Ντόλι να επιδένει την πληγή της, που είναι βαθιά κι έχει ξεράσει δυσανάλογα πολύ αίμα την τελευταία ώρα. Τόσο, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο για το οποίο επέστρεψε στο Κίνοχαρ. Πριν απαγγείλει ολόκληρο τον ύμνο, λιποθύμησε.

Ο Άβωνας κι εκείνη στέκονταν πλάι πλάι στον βάλτο, με την λάσπη να τους φτάνει στα γόνατα. Η αδερφή του ήταν ριγμένη εκεί μέσα, γι' αυτό και δεν ήθελε να περιμένει. Κι εκείνη συμμερίστηκε την ανυπομονησία και την ταραχή του, κι ας ήταν ήδη εξουθενωμένη, ψυχικά και σωματικά, από την επίθεση του Ναθάνιελ.

Έσχισαν τις απαραίτητες φλέβες για να χυθεί στο χώμα το αίμα που θα έτρεφε τους νεκρούς για να τους φέρει πίσω, κι εκείνο έρεε με τέτοια ορμή, τόσο αφύσικα κι επικίνδυνα, που πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν την επίκληση είχαν αρχίσει να ζαλίζονται. Ο Άβωνας σωριάστηκε πρώτος. Η Άιβορι είχε αρχίσει να κάνει μερικά βήματα πίσω για να βγει από τον βάλτο προτού χάσει τις αισθήσεις της, ωστόσο τώρα δεν θυμάται αν λιποθυμώντας έπεσε στις λάσπες ή στο χώμα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now