Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοο

318 65 45
                                    

Η ώρα έχει φτάσει τρεις και η Ελάιζα έχει αρχίσει να κουράζεται. Ο Άλεξ την έχει αφήσει μόνη της κι έχει βγει έξω για να καπνίσει. Πια δεν βλέπει ούτε την Άιβορι, ούτε τον Τζόναθαν, ούτε τον Ναθάνιελ, αλλά ούτε και τους δίδυμους Τέρνερ. Φαντάζεται πως κάποιοι απ' όλους αυτούς θα είναι μαζί με τον Άλεξ στην αυλή, όμως κρυώνει πολύ για να βγει και να κοιτάξει μόνη της.

Το στομάχι της την σφίγγει, και θυμάται ότι δεν του έχει δώσει τίποτα από νωρίς το μεσημέρι. Ρίχνει άλλη μια ματιά γύρω της. Όταν σιγουρεύεται πως δεν χρειάζεται να μείνει στην βιβλιοθήκη για κανέναν, ακολουθεί τον τοίχο και φτάνει κυρία ως την ορθάνοιχτη δίφυλλη πόρτα.

Το δέρμα της δροσίζεται όταν βγαίνει στο αίθριο. Καταλαβαίνει πόση ζέστη έχει στην αίθουσα του χορού μόνο όταν ο κρύος αέρας ραπίζει την επιδερμίδα της. Παρόλα αυτά δεν ενοχλείται. Ίσα ίσα. Η αίσθηση την ανακουφίζει. Το στομάχι της σταματάει να την ενοχλεί, και σκέφτεται πως η δυσφορία πιθανώς να προκλήθηκε από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της βιβλιοθήκης. Τόσα σώματα να στροβιλίζονται και να ιδρώνουν μέσα σ' έναν χώρο ως επί το πλείστον κλειστό, δεν είναι απίθανο να καταστήσουν μια τέτοια αίθουσα αποπνικτική.

Μιας και βγήκε, όμως, αποφασίζει να προχωρήσει ως την μικρή κουζίνα για να δει μήπως υπάρχει κάτι να φάει. Άλλωστε είναι μόνη της και βαριέται. Θα μπορούσε να σκοτώσει έτσι λίγο χρόνο.

Κάνει μερικά βήματα, και δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι τα πόδια της την πονάνε. Σταματάει σε μια άκρη, στηρίζεται με το ένα χέρι της στον τοίχο και τραβάει τις απλές της γόβες με το άλλο. Νιώθει αμέσως μια γλυκιά ανακούφιση μόλις πατάει ξυπόλυτη στο ψυχρό πάτωμα.

Προχωράει αθόρυβα ως την κουζίνα, όμως σταματάει μόλις ακούει ομιλίες από το εσωτερικό της. Κοιτάζει διακριτικά παραξενεμένη, και βλέπει πρώτα την άκρη του φορέματος της Άιβορι. Ξαφνιάζεται μόλις αντιλαμβάνεται πως είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα, με τα πόδια της να αναπαύονται γυμνά στην πλάτη μιας καρέκλας. Ο Τζόναθαν είναι ξαπλωμένος δίπλα της, και της έχει δώσει το σακάκι του για μαξιλάρι. Στέκονται ακίνητοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, και απλώς μιλάνε. Η Ελάιζα ηρεμεί όταν ακούει το πνιχτό τους γέλιο.

Κάνει μεταβολή και απομακρύνεται αθόρυβα, νιώθοντας ένα χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη της. Ανεβαίνει αργά τις σκάλες προς το δωμάτιό της, με την σκέψη που έκανε νωρίτερα το ίδιο απόγευμα να αντηχεί ακόμη στο μυαλό της: της αρέσουν σαν ζευγάρι· η Άιβορι έχει πάνω της χρώματα αρκετά και για τους δυο τους.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now