Κεφάλαιο Πέμπτο

432 99 64
                                    


Το τρίξιμο από τις σόλες των παπουτσιών της Άιβορι στο παλιό μωσαϊκό σβήνει απότομα στον απόηχο της φωνής. Η Ελάιζα παγώνει και αρχίζει να τρέμει. Η καρδιά της κλωτσάει μέσα στο στήθος της. Η φωνή. Θα αναγνώριζε παντού αυτή τη φωνή.

Γυρίζει αργά προς το μέρος της, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της. Ανατριχιάζει μόλις τα καταφέρνει. Αισθάνεται αμέσως να μισεί τον άντρα που στέκεται μπροστά της, μισοκρυμμένος από τις βραδινές σκιές. Έχει τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του, περιμένοντας. Τα μαλλιά του είναι πυκνά και ίσια, τόσο ξανθά που δείχνουν άσπρα. Καλύπτουν το μέτωπο και τον σβέρκο του σε λείες τούφες, και πλαισιώνουν ένα πρόσωπο γωνιώδες και στενό. Τα χαρακτηριστικά του είναι λεπτά και όμορφα αλλά τραβηγμένα, σαν να αγωνιά. Τα μάτια του σπιθίζουν με μια λάμψη που της σφίγγει το στομάχι. Είναι φανερό πως, για κάποιο λόγο, ο νεαρός μπροστά της υποφέρει. Το αριστερό του μάτι είναι πράσινο και το δεξί του μπλε. Η Ελάιζα πρώτη φορά βλέπει γαλάζιο τόσο καθάριο και ψυχρό. Της θυμίζει αγριεμένο σιβηρικό χάσκυ. Στην ηλικία του δεν φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από τον Ντάνιελ.

Το χαμόγελό του την κάνει να θέλει να εξαφανιστεί. Είναι στραβό και ειρωνικό, ποτισμένο από υπεροψία και ματαιοδοξία. Σαν να είναι άρχοντας του κόσμου και να το ξέρει. Σαν να μπορεί να παίξει με τη ζωή της, αν το θέλει.

«Περιμένω...» λέει αργά, σέρνοντας τη φωνή του και κινώντας το χέρι του προτρεπτικά, σαν να προσπαθεί να τις βοηθήσει να βρουν τις κατάλληλες λέξεις.

«Συγγνώμη, μου φαίνεται ότι παράκουσα» κάνει η Άιβορι, διστάζοντας και τρίβοντας νευρικά τα χέρια της μεταξύ τους. «Είπες ότι αυτό είναι το σπίτι σου;».

«Γιατί σου κάνει εντύπωση; Σου μοιάζε με στάνη;».

«Όχι, όχι, αντιθέτως» η Άιβορι κάνει μια μικρή παύση, επιλέγοντας να αγνοήσει το σαρκαστικό του σχόλιο, ενώ στο πρόσωπό της διαγράφεται μια ντροπή που η Ελάιζα είναι σίγουρη ότι δεν αισθάνεται μέσα της. «Απλώς... Δεν είμαστε και τόσο καλά ενημερωμένες, φαίνεται. Εμείς ξέρουμε ότι αυτό το κτήριο λειτουργεί σαν αποθήκη. Μας είπαν ότι το άλλο, από την άλλη πλευρά είναι αυτό που κατοικείται» συνοφρυώνεται, καταφέρνοντας να δείξει πολύ μπερδεμένη. «Γαμώ το, Ελάιζα, να γιατί δεν έκανε το κλειδί μας! Είμαστε στη λάθος μεριά!».

«Οπότε μου λες ότι επειδή το κλειδί δεν έκανε, αντί να περπατήσετε μέχρι το άλλο βοηθητικό κτίσμα για να δείτε αν ταιριάζει εκεί, αποφασίσατε να διαρρήξετε το συγκεκριμένο, μιας και ήρθατε».

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now