Κεφάλαιο Τρίτο

569 108 122
                                    

Είναι ακόμη πολύ νωρίς όταν ξυπνάει. Ανοιγοκλείνει τα μάτια της νυσταγμένα και της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να θυμηθεί πού βρίσκεται. Προσπαθεί να κοιμηθεί ξανά, όμως μένει ακίνητη για ώρα χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι αισθάνεται ξεκούραστη δεν την παραξενεύει. Κοιμήθηκε αρκετή ώρα το προηγούμενο απόγευμα.

Η Ελάιζα σηκώνεται όρθια και προχωράει ως το παράθυρο. Τα φύλλα του είναι ανοιχτά, επιτρέποντας σε ένα σκουρόχρωμο γαλαζωπό ημίφως να ξεχωρίσει πίσω τους. Είναι τόσο πηχτό, που το περίγραμμα των βουνών στο βάθος ίσα που διακρίνεται. Μιας και είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κάτι άλλο πέραν των νερών της λίμνης που ανακλούν την αδύναμη λάμψη του φεγγαρόφωτου, όσου καταφέρνει να διαπεράσει την νυχτερινή συννεφιά, κάνει να στραφεί ξανά προς το δωμάτιο, όμως παγώνει στη μέση της κίνησης.

Μια χλομή, γυναικεία μορφή καθρεπτίζεται στο σκοτάδι μπροστά της. Τα μαλλιά της χύνονται σπαστά ως το στήθος της, το πρόσωπό της είναι αδύνατο και τραβηγμένο, και τα μάτια της, βαθιά μέσα στις κόγχες τους, σπιθίζουν από τρόμο. Αργεί να καταλάβει ότι το είδωλο στο τζάμι είναι, στην πραγματικότητα, το δικό της. Αποπροσανατολισμένο από το άγνωστο και επηρεασμένο από τα παρανοϊκά οράματα που ταλανίζουν την κοπέλα στο δωμάτιο δίπλα απ' το δικό της.

Νιώθοντας τα πόδια της αδύναμα, γυρίζει πίσω στο κρεβάτι. Κάθεται στο μαλακό του στρώμα με την καρδιά της να χορεύει σε άγριους ρυθμούς, ενώ συλλογίζεται ότι, όχι απλώς φοβάται, αλλά είναι τρομοκρατημένη.

Ξαπλώνει ξανά στο πλευρό της, χωρίς να κλείσει τα μάτια της, και κουκουλώνεται με το πάπλωμα αφήνοντας έξω μονάχα το πρόσωπό της. Το βλέμμα της πέφτει γρήγορα στην ντουλάπα, που καταλαμβάνει το ένα τρίτο του αριστερού τοίχου του δωματίου της, και ταξιδεύει στα κλειστά της φύλλα. Ταξιδεύει πάνω τους σαν να αναζητάει κάτι ασφαλές, κάτι καθησυχαστικό, ώσπου τα προσπερνά και καταλήγει στο πέτρινο τζάκι δίπλα τους. Δεν μοιάζει λειτουργικό. Παρόλα αυτά, με μια στοίβα μικρών ξύλων στο εσωτερικό του να λειτουργεί ως προσάναμμα της σκέψης της, σηκώνεται όρθια ξανά, αποφασισμένη να το κάνει να λειτουργήσει. Τα ξύλα δεν έφτασαν εκεί από μόνα τους, και, αν η Άιβορι καθαρίζοντας έκρινε πως δεν ωφελεί σε κάτι να απομακρυνθούν, τότε αξίζει να προσπαθήσει να τα ανάψει.

Ψαχουλεύει την τσάντα της με προσοχή, ευχαριστημένη που βρήκε κάτι για να απασχολήσει το μυαλό της ώσπου να ξημερώσει, και ανασύρει από τον πάτο της ένα παλιό τεύχος της φοιτητικής εφημερίδας της σχολής της. Έχει κι εκείνη δημοσιεύσει ένα άρθρο στο συγκεκριμένο φύλλο, πράγμα που αποτελεί και τον λόγο που το φύλαξε. Ανασηκώνει τους ώμους της με την σκέψη ότι φοβάται πολύ για να μην διεκπεραιώσει το σχέδιό της. Κρατάει στην άκρη την σελίδα με το άρθρο της, χωρίζει τις υπόλοιπες, και, με τον αναπτήρα που αγόρασε από έναν άστεγο άντρα στο Λονδίνο πριν από μερικές εβδομάδες, βάζει φωτιά στο χαρτί και το αφήνει πάνω στα ξύλα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now