Κεφάλαιο Εικοστό Όγδοο

304 62 57
                                    

Ξυπνάει εντελώς αποπροσανατολισμένη. Θυμάται να την παίρνει ο ύπνος καθιστή, ωστόσο τώρα είναι ξαπλωμένη, και μάλιστα επάνω σε κάτι μαλακό. Χωρίς να κουνηθεί, και με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα μέσα στο στήθος της, κουνάει απλώς τα μάτια της στις κόγχες τους προσπαθώντας να συνθέσει το περιβάλλον γύρω της.

Ανακουφίζεται αφάνταστα μόλις αντιλαμβάνεται ότι ακουμπάει επάνω στο στήθος του Τζόναθαν. Έχει απλώσει μια κουβέρτα από κάτω τους κι έχει σκεπάσει και τους δυο τους με μιαν άλλη, έχοντας τοποθετήσει την ίδια επάνω στο στομάχι του στρατηγικά, για να χωρούν κι οι δυο επάνω στον πελώριο κορμό. Γιατί, σαφώς, για το έδαφος δεν γινόταν λόγος. Είναι τόσο νωπό από την υγρασία, που θα ξεπάγιαζαν μέσα σε λίγα λεπτά αν ξάπλωναν επάνω του. Κι εκείνος την έχει βολέψει έτσι, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία πως οι προθέσεις του ήταν καθαρά πρακτικές και καθόλου πονηρές. Έτσι, ο ένας κολλητά επάνω στον άλλο, και δεν πιάνουν χώρο, και διατηρούν τη ζέστη που εκπέμπουν τα κορμιά τους.

Πεταρίζει τα βλέφαρά της προς το μέρος του Ντάνιελ και του Έμπονι. Είναι βολεμένοι ακριβώς όπως εκείνοι, με τον Έμπονι να ακουμπά το ξανθό κεφάλι του στο στήθος του συντρόφου του. Αν και είναι πιο ψηλός από τον Ντάνιελ, δείχνει μικροσκοπικός έτσι όπως ακουμπάει επάνω του, με τα χείλη του να τρέμουν και τα μάτια του να τρέχουν ξέφρενα πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα στους ρυθμούς του εφιάλτη του.

Αναστενάζει βαθιά, πονεμένη από την κατάστασή του, και κάνει να κλείσει τα μάτια της για να κοιμηθεί ξανά. Όμως μια παράξενη κίνηση από τ' αριστερά της την αναστατώνει. Ορθώνει τον κορμό της όσο πιο ανάλαφρα μπορεί και να μην ενοχλήσει τον Τζόναθαν, και παραλύει μόλις πιάνει ολόκληρη την εικόνα αυτού που την απασχόλησε.

Η Ελάιζα στέκεται μπροστά της και την κοιτάζει θλιμμένα, όμως δεν μοιάζει καθόλου με τον συνήθη της εαυτό. Είναι χλομή και υπόλευκη, με μιαν αχνή λάμψη να περιβάλλει τα όρια του αιθέριου κορμιού της.

Η Άιβορι αρχίζει να τρέμει σύγκορμη. Θέλει να της πει τόσα πολλά που δεν ξέρει τι να αρθρώσει πρώτο, δεν μπορεί καθόλου να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Αποφασίζει ότι πρώτα θέλει να της ζητήσει συγγνώμη, να της δώσει να καταλάβει πόσο πολύ λυπάται γι' αυτό που της συνέβη και πόσο το μετανιώνει που δεν την άκουσε και δεν την τράβηξε να φύγουν όσο μπορούσαν ακόμη. Εκείνη όμως την κόβει.

«Τρέξτε».

Η φωνή της ηχεί σαν ένας σιγανός, απόκοσμος ψίθυρος. Η Άιβορι όμως δεν χρειάζεται περισσότερα για να καταλάβει τι είναι αυτό που μόλις της είπε. Για λίγο παγώνει στη θέση της από το σοκ, κι έπειτα από την απελπισία. Βλέπει την ψυχή της να θολώνει και να διαλύεται, για να σκορπιστεί με τον αέρα σε δίνες ανάμεσα στους κορμούς, την βλάστηση και το χώμα.  

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now