Κεφάλαιο 17

179 23 6
                                    

Βγάζω όλα τα ρούχα από τη βαλίτσα και τα αφήνω πάνω στο κρεβάτι.

Τα κοιτάζω εξεταστικα και αφού ξεφυσαω αγανακτισμένη κάθομαι στο πάτωμα.

Τι δουλειά έχω εγώ με αυτόν;!

Άα!! Δεν θέλω ηττοπάθειες! Θα πας και θα περάσεις υπέροχα! Δεν θα κάτσεις μέσα να σκέφτεσαι τον ηλίθιο!

Μου υπενθυμίζει η εσωτερική μου φωνή και ταρακουναω το κεφάλι μου.

Αυτός ο ηλίθιος όμως κάτι ήθελε να μου πει! Γιατί ήρθε μέχρι το σπίτι μου; Γιατί πήγε να με φιλήσει; Γιατί δεν το εκανε;!

Κλείνω τα μάτια και βάζω το κεφάλι μου ανάμεσα από τα χέρια μου.

Παίρνω μία βαθιά ανάσα και σηκώνομαι ορθια. Πηγαινω στο παραθυρο και ανοίγω την κουρτίνα. Σκοτάδι...

Η ώρα είναι σχεδόν εννιάμιση και σε λιγότερο από μία ώρα ο Ορέστης θα είναι εδώ.

Τραβάω την κουρτίνα, όμως την ξανανοιγω αποτομα κοιτώντας στον απέναντι δρόμο.

Η μηχανή του είναι εδώ! Άρα κι αυτός κάπου εδώ είναι!

Χαμογελάω αμυδρά και κλείνω το παράθυρο.

Παίρνω από τον σωρό με τα ρούχα ένα μαύρο κοντομανικο φόρεμα, με βαθύ χαμόγελο στο ντεκολτέ, που φτάνει μία παλάμη πάνω από το γόνατο.

Βγαίνω στον διάδρομο και ανοίγω την πόρτα του δωματίου της μητέρας μου.

Παίρνω τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες της και τις φοράω.

Κοιτιεμαι στον καθρέφτη και μπορω να πω πως το σύνολο είναι αρκετά ωραίο.

Ισιωνω, όσο μπορώ, τα μαλλιά μου με την τοστιέρα και βάφομαι απαλά με λίγη μάσκαρα, μαύρο μολύβι κι ένα ροζ κραγιόν.

Το κινητό μου χτυπάει και μετά από δευτερόλεπτα κλείνει.

Ο Ορέστης είναι κάτω!

Βάζω το πιο λαμπερο μου χαμόγελο και αφού παίρνω το ροζ δερμάτινο jacket μου, βγαίνω από το σπίτι.

Μπροστά μου αντικρίζω τον Ορέστη, με ένα μαύρο τζιν παντελόνι και ένα μπλε πουκάμισο. Είναι πιο εντυπωσιακος απ' ο,τι νόμιζα...

Τον αγκαλιάζω σφιχτα και κολλάω το σώμα μου επάνω του. Νιώθω το χέρι του να χαϊδεύεις τη μέση μου και αμέσως χαμογελάω.

Θα σε κάνω εγώ να τρέχεις...

***

Στη διαδρομή έβλεπα το αχνό φως από τους προβολείς της μηχανής του να μας ακολουθούν.

The unknownDonde viven las historias. Descúbrelo ahora