Το κρυφτό

1.4K 164 170
                                    

Ο ήλιος είχε ανατείλει και βρήκε τη Βάλια στο κρεβάτι της να κοιτάζει, το κενό.
Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί ούτε στο ελάχιστο το προηγούμενο βράδυ. Αναλογιζόταν ξανά και ξανά, όλα εκείνα τα αναπάντεχα που είχαν συμβεί, ενώ της ήταν αδύνατο να τα επεξεργαστεί σε μία μόνο νύχτα.

Το αστείο που της έκανε η μοίρα ήταν τόσο κακόγουστο, που είχε φτάσει σε σημείο να γελάει μαζί του. Ένα γέλιο όμως που έφερνε κλάμα, ένα γέλιο αφηνιασμένο, παρανοϊκό και σαρκαστικό που συντάρασσε τα σωθικά της.
Μέσα στο μυαλό της επικρατούσε το χάος, ενώ προσπαθούσε με επιμονή να τακτοποιήσει μέσα της όλη την κατάσταση.

Ο Ανδρέας είναι ο αδερφός του Χριστόφορου... προσπαθούσε συνεχώς να το συνειδητοποιήσει, αλλα παρέμενε αδύνατο.

Μα πως μπορεί να είναι... Ποτέ, κανένας τους στο παρελθόν δεν αναφέρθηκε στον άλλο, ιδιαίτερα ο Αντρέας είχε μιλήσει μόνο για την αδερφή του και καθόλου για τον Χριστόφορο, κάνοντάς με να πιστεύω πως είναι μόνο οι δυο τους, χτυπιόταν και πάλι μέσα της, σε έναν απελπισμένο μονόλογο.

Είχαν σχέση για έναν ολόκληρο χρόνο, όμως καμία του αναφορά δεν ήταν ικανή να την παραπέμψει σε κάτι τέτοιο. Όσο και να σκάλιζε το μυαλό της, τίποτε δεν μπορούσε να της κινήσει καμία υποψία πως μπορεί εκείνος και ο Χριστόφορος να είναι αδέρφια.

Και το επίθετό τους; Γιατί το επίθετό τους είναι διαφορετικό; Τον Χριστόφορο τον λένε Αλεβίζο ενώ τον Ανδρέα Αλεβιζάτο..., αναρωτήθηκε και πάλι εκείνη, ενώ θυμήθηκε πως το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν γνώρισε τον Ανδρέα ήταν ακριβώς αυτό. Πως τα επίθετά τους έμοιαζαν δηλαδή, ενώ το είχε αποδώσει και τότε σε ένα κακόγουστο αστείο της ζωής.

«Μωρό μου...», είπε ο Ανδρέας καθώς μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιό της, κάνοντάς τη να πεταχτεί από το κρεβάτι.
Εκείνη πετάχτηκε όρθια και τον κοίταξε τρομαγμένη.

«Εσύ είσαι;».

«Τι έπαθες;», τη ρώτησε σαν την είδε αλαφιασμένη στον ερχομό του.

«Τι να έπαθα; Με τόσο κόσμο που κυκλοφορεί εδώ μέσα, φοβήθηκα μήπως ήταν κανένας άλλος».

«Δεν ήξερα πως μπαίνουν κι άλλοι απρόσκλητοι στο δωμάτιό σου...», σχολίασε εκείνος καχύποπτα.

«Δεν είπα αυτό, αλλά... είμαι σε ξένο σπίτι και αισθάνομαι αμήχανα. Άλλη φορά να χτυπάς Ανδρέα μου, εντάξει;».

Καρτερώντας το φεγγαρόφωτοKde žijí příběhy. Začni objevovat