Λούσιφερ (αναμνήσεις)

58 2 0
                                    

1527

Το ύφασμα της μαύρης καμπαρντίνας του χάιδεψε απαλά την επιβλητική σκαλιστή πόρτα του ανακτόρου και ο Γουίλιαμ σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν πίσω από το βικτοριανού τύπου, μοναδικού στο είδος του, σκαλιστό γραφείο του.

''Με ζητήσατε υψηλότατε;'' είπε με ήρεμη φωνή στον πρίγκιπα όπου μόλις σηκώθηκε.

1504

Ήταν χειμώνας του 1516 και η μητέρα μου μας είχε πάρει μαζί με την μικρή μου αδερφή στο Λονδίνο ''για μια καλύτερη ζωή''. Ήταν μία εποχή γεμάτη αρώματα και γεύσεις, η ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων έρχεται αρκετά συχνά στο νου μου μπορώ να πω και όποτε έρχεται, δεν την αφήνω να φύγει και τόσο εύκολα. Η μητέρα μας ήταν τόσο χαρούμενη που θα φεύγαμε από την Λυών και θα πηγαίναμε στην χώρα της, στον τόπο όπου γνώρισε τον πατέρα μας.

Η πρώτη μας μέρα στο Λονδίνο μπορώ να πω πως ήταν πολύ πιο ευχάριστη από την υπόλοιπη διαδρομή. Αυτή είναι και η διαφωνία μου με την αδερφή μου, εκείνη είναι υπέρ της άποψης ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός, ενώ εγώ πάλι είμαι της τελείως αντίθετης άποψης. Απολαμβάνω πάρα πολύ όταν φτάνω κάπου, όταν καταφέρνω κάτι ύστερα από πολύ καιρό. Αυτό το συναίσθημα, όχι τόσο της νίκης, αλλά της ευτυχίας. ''Ευτυχία'', αυτή η λέξη, όχι, όχι τόσο η λέξη ως δύναμη, αλλά το συναίσθημα. Πράγματι, ευτυχία ως ''ευτυχία'' μπορεί να είναι στιγμές ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι πολλοί. Πάντως, εγώ, προσωπικά ένα έχω να πω. Δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο από την όλη ύπαρξη μου. Είμαι ευγνώμον που ζω και που έχω αυτές τις αναμνήσεις. Πολύ όμως μίλησα για τις απόψεις μου, εξάλλου θα σου πω τώρα πως έγιναν τα πράγματα και θα καταλάβεις.

Όπως είπα και πριν, μόλις είχαμε φτάσει στο Λονδίνο, και η αδερφή μου είχε αρχίσει τα παράπονα που τελείωσε το ταξίδι μας. Η μητέρα μας την κράτησε από το χέρι και της είπε με την γλυκιά φωνή της, την αγαπημένη μου απ'όλες τις κουβέντες της, ''το ταξίδι μας παιδιά μου μόλις τώρα ξεκινάει''. Ω, αυτή η κουβέντα της ηχεί ξανά και ξανά στα αυτιά μου, τόσο μελωδικά. Το ξέρετε πως είναι από τις κουβέντες πως αν τις ακούσει ένα μικρό παιδί περιμένει πως και πώς να ξεκινήσει αυτό το καινούριο ταξίδι, αυτή η καινούρια περιπέτεια. Είμαι σίγουρος ότι τη γνωρίζετε και πολύ καλά μάλιστα. Και έτσι ακριβώς έγινε. Ήρθε και μας πήρε από το λιμάνι ο θείο Έντμουντ, ο οποίος ήταν ένας μεγάλος έμπορος μεταξιού της εποχής του και είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα απ΄όπου έφερνε τα υπέροχα υφάσματα που λάτρευαν να φορούν τότε οι κυρίες της εποχής μας. Ο θείος μας ήταν πάντα με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και φορούσε το χρυσό ρολόι του με τα πολλά μικρά ρουμπίνια πάνω του όπου και αν πήγαινε. Σε όλους ήταν αξιαγάπητος και ήταν ο μεγαλύτερος δίδυμος αδερφός της μητέρας μας.

Η ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang