Κεφάλαιο 16

23 2 0
                                    

Η καρίνα του πλοίου έσκιζε τα κύματα με ρυθμό και ο αέρας που φυσούσε, δημιουργούσαν μια μαγευτική και γαλήνια μελωδία. Αν βέβαια δεν κατεστραφόταν από τις φωνές και τις βρισιές πάνω στο κατάστρωμα.

Απογοητευμένη που έχασα την όμορφη μουσική της φύσης, κατέβηκα από την πλώρη.

-Γιατί τέτοια μούτρα πρωί πρωί?
Ήταν ο Φιλιξ. Παράξενα ευδιάθετος.

-Είχα μια στιγμή ηρεμίας.

-Αχα! Εδώ δύσκολα θα βρεις στιγμές ηρεμίας.

-Είχα μια.

-Και την έχασες.

-Ναι την έχασα.

-Να σου βρω μια στιγμή αγκαρίας?

-Όχι! Αλλά μου έχεις είδη μια έτοιμη σωστά?

-Πολύ σωστά!

-Και τι θέλει σήμερα η αυτού μεγαλειώτης του?

-Α! Όχι για τον Ελάιζα. Όχι, όχι! Αυτός είναι παράξενα ήρεμος σήμερα και κλεισμένος στην καμπίνα του.

-Ο Ελάιζα και κλεισμένος στην καμπίνα του. Το είδαμε και αυτό.

-Καλά μην νομίζεις πως θα μείνει έτσι όλη την ημέρα.
Κοίταξα τριγύρω και οι μούτσοι ήταν όλοι νευριασμένοι.

-Τι συμβαίνει και είναι όλοι νευρικοί?

-Δεν γνωρίζω. Αν και νομίζω έτσι είναι πάντα. Μήπως εσύ είσαι διαφορετική σήμερα? Σε βλέπω κάπως πιο χαμένη.

-Δεν σου επιτρέπω! Μια χαρά είμαι.

-Καλά, όπως νομίζεις.
Είπε και με πήρε πήρε από τον ώμο.

"Ο Άαρον που είναι?" τον ρώτησα καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες.
Δεν είπε τίποτα, απλά μου έδειξε ψηλά στον ουρανό.

Ο Άαρον είναι μάγος. Έχει εξειδικευτεί σε πολλές τεχνικές και μια από αυτές, που είδα πρώτη φορά, ήταν να πετάει. Μια μπλε αύρα τον περιτριγύριζε.

" Τι κάνει εκεί πάνω?" ρώτησα τον Φίλιξ.

"Παρατηρεί. Απ'όσο ξέρω."

"Θα πάω να του μιλήσω"

"Πες του να κατέβει καλύτερα"

Δεν τον άκουσα. Έβγαλα ένα μαχαίρι που είχα και το πολλαπλασίασα έτσι ώστε να μοιάζουν όλα μαζί με φτερά. Ήταν πολύ πιο επόδυνο από όσο θυμώμουν. Τα μεταλλικά φτερά μου έπρεπε να καρφωθούν στην πλάτη μου.

Ο Φίλιξ πήγε να με σταματήσει, αλλά είχα ανέβει είδη ψηλά και πετούσα προς τον Άαρον.

Ο Άαρον ήταν ήρεμος και πετούσε σαν να καθόταν απλά σε μια καρέκλα σταυροπόδι. Ο ήχος των μεταλλικών μου φτερών των έκαναν να γυρίσει προς το μέρος μου.

"Αιμορραγείς!" είπε τρομαγμένος.

"Όχι πια. Έχουν κλείσει οι πληγές. Είναι θέμα χρόνου να το συνηθίσω." του είπα για να τον καθησυχάσω.

"Γιατί δεν με φώναξες να κατέβω?" μου είπε θυμωμένος.

"Γιατί ήθελα να ανέβω. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που πέταξα. "

" Πονάς" μου είπε.

"Δεν είναι τίποτα αυτό. Τι βλέπεις εδώ πανω? "του απάντησα μ ένα χαμόγελο.

Στην πραγματικότητα πονουσα πολύ. Τα μεταλλικά φτερά, είχαν χωθεί πραγματικά μέσα στα οστά μου. Είχα δέκα χρόνια να πετάξω. Έπρεπε όμως να αρχίσω να θυμάμαι ξανά κάποια κόλπα μου γιατί θα έχουμε πόλεμο. Δεν θα είμαι μόνο η ασπίδα τους. Είδη το να πολλαπλασιάζω τα σπαθιά, τις χατζάρες και τα μαχαίρια ήταν κουραστικό. Κάθε μέρα αυτό με βάζουν να κάνω. Και σίγουρα αυτό θα ήθελε να με βάλει να κάνω πάλι ο Φίλιξ.

"Πλέουμε προς τους Τρίτωνες. Σε μερικά μίλια θα βρούμε τις σιρίνες, μετά τις γοργόνες. Θα είναι δύσκολο να περάσουμε από εκεί." μου είπε καθώς συνέχισε να κοιτάει το αίμα στην πλάτη μου.

"Τι μπορώ να κάνω εγώ γι αυτό?"

"Υποθέτω, τα γνωστά κόλπα σου."

"Σπαθιά για ασπίδες "είπα κουρασμένη.

" Κατεβαίνω να πιάσω δουλειά " και όταν το είπα αυτό ένιωσα ένα χέρι στα φτερά μου.

" Μην κουράζεσαι άλλο" μου είπε καθώς κατέβαινα.

Έπεσα πάνω στο κατάστρωμα με το βάρος των φτερών. Δεν προσγειώθηκα καλά. Τα φτερά τα πέταξα από την πλάτη μου σαν να ήταν απλά ένα πουκάμισο. Σκέφτηκα να τα κρατήσω να μην τα χαλάσω. Παίρνει πολύ ενέργεια να φτιάχνω συνέχεια καινούργια πράγματα. Καθησα γονατιστή, με όλο το πλήρωμα να με κοιτάζει σαστισμένο. Πρέπει όντως να με κοιτούσαν αρκετή ώρα.

Έκλεισα τα φτερά μου σαν κουρτίνες και σηκώθηκα.

"Επιστρέψτε στις δουλειές σας" φώναξε ο Φιλιξ.

"Ποια είναι η δουλειά που έχω να κάνω?" τον κοίταξα αποφασισμένη.

"Για αρχή να μάθεις σε αυτούς τους άχρηστους να ράβουν τα ρούχα τους.
Σήκωσα το φρύδι. Ο Φίλιξ ξεφύσιξε αδιάφορα και εγώ άρχισα να γελάω.

" Δεν είναι τόσο εύκολο ξέρεις" μου είπε.

Εγώ συνέχισα να γελάω.

"Ανά δέκα άτομα ας έρχονται να τους δείχνω. Δεν γίνεται όλοι μαζί" του είπα καθώς προσπαθούσα να πνίξω το γέλιο μου.

Ακούστηκε ένας κρότος και κουνήθηκε το καράβι.

"Τι ήταν αυτό?" ρώτησα.

"Σιρίνες. Πλησιάζουμε. " είπε ο Φίλιξ και κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

Ο Άαρον είχε αρχίσει να δημιουργεί ασπίδες γύρω από την πρώτη γραμμή των πλοίων και σιγά σιγά επεκτανόταν.

Η ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang